ἐπιφθέγγομαι
비축약 동사;
이상동사
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐπιφθέγγομαι
ἐπιφθέγξομαι
형태분석:
ἐπι
(접두사)
+
φθέγγ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
뜻
- 발음하다, 말하다, 발언하다
- to utter after or in accordance
- to utter, pronounce
- to call to
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- εἰδοῖσ οὖν Σεπτεμβρίαισ, ὃ συντυγχάνει περὶ τὴν πανσέληνον μάλιστα τοῦ Μεταγειτνιῶνοσ, συνηθροισμένων ἁπάντων εἰσ τὸ Καπιτώλιον, ὁ μὲν Ὡράτιοσ σιωπῆσ γενομένησ τά τ’ ἄλλα δράσασ καὶ τῶν θυρῶν ἁψάμενοσ, ὥσπερ ἔθοσ ἐστίν, ἐπεφθέγγετο τὰσ νενομισμένασ ἐπὶ τῇ καθιερώσει φωνάσ· (Plutarch, Publicola, chapter 14 3:3)
(플루타르코스, Publicola, chapter 14 3:3)
- ἐπεφθέγγετο δέ πού τι καὶ βραχὺ ἑκάστῳ, μεμιγμένον οἴκτῳ καὶ ἀγανακτήσει, ἔνθα μὲν τὸ ψήφισμα εἴποι ’πατέρα πατρίδοσ,’ ἐπιλέγων· (Appian, The Civil Wars, book 2, chapter 20 2:5)
(아피아노스, The Civil Wars, book 2, chapter 20 2:5)
- ᾖδε μὲν γὰρ ἐγκλίνασ τῶν χαρίτων ἕνεκα, ἀκροτελεύτιον δ’ ἐπεφθέγγετο ἐφ’ ἑκάστῳ τῶν κομματίων ὥσπερ ἐν μέλει ταυτόν. (Aristides, Aelius, Orationes, 12:5)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 12:5)
- εἰ δέ τινεσ ἐξαρνούμενοι διωθοῖντο τὴν ἐπιταγήν, ἐπεφθέγγετο λόγον τοιοῦτον "3ἴσωσ ἐγὼ μὲν οὐ δύναμαί σε πείθειν, Ἀπῆγαν μέντοι ταύτην δοκῶ σε πείσειν"3 τοῦτο δ’ ἦν ὄνομα τῇ γυναικὶ τοῦ Νάβιδοσ. (Polybius, Histories, book 13, chapter 7 6:1)
(폴리비오스, Histories, book 13, chapter 7 6:1)
유의어
-
발음하다
-
to call to
- ἐγκαλέω (불러오다, 불러들이다)
- εἰσάγω (불러오다, 불러들이다)
- εἰσκαλέω (불러오다, 불러들이다)
- ἐκκαλέω (있다, 부르다, 있으시다)
- ἐνέπω (부르다, 소환하다)
- μετακαλέω (불러오다, 불러들이다)
- προσεννέπω (부르다, 소환하다)
- ἀνακαλέω (부르다, 소환하다)
- ἀυτέω (to call to)
- ἀναβοάω (부르다)
- βοάω (부르다)
- αὔω (투입하다, 소환하다)
- ἐπικέλομαι (투입하다, 소환하다)
- ἐκκαλέω (to call out to oneself)
- προσβοάομαι (불러오다, 불러들이다)
- προκαλέω (to call up or forth)
- θεοκλυτέω (to call on the gods)
- ἀνακαλέω (to call again and again)
- λέγω (부르다, 소환하다, 불러내다)
- προσαγορεύω (부르다, 소환하다, 불러내다)
- προσφθέγγομαι (부르다, 소환하다, 불러내다)
- προσφωνέω (호명하다, 부르다)
- προσερέω (to call or name)
- κλῄζω (부르다, 소환하다, 이름을 부르다)
- ἐξονομάζω (호명하다, 부르다)
- κέλομαι (부르다, 소환하다, 불러내다)
- ἐπιλέγω (호명하다, 부르다)
- φωνέω (부르다, 이름 부르다, 불러내다)
- λέγω (이야기하다)
- ἀνακαλέω (to call up the dead)
- βοάω (부르다, 소환하다)
- κέλομαι (부르다, 소환하다, 불러내다)
- βωστρέω (부르다)
- ἀναφθέγγομαι (to call out aloud)
- ἐπικαλέω (to call in as witness)
- ἐπιφωνέω (to call out or address to)
- μαρτύρομαι (부르다, 소환하다, 불러내다)
- ἀνακαλέω (부르다)
- συμβοάω (부르다)
- προσκαλέω (소환하다, 부르다, 불러내다)
- κικλήσκω (부르다, 소환하다, 불러내다)
- προσκαλέω (부르다)