헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπαγωγός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπαγωγός ἐπαγωγόν

형태분석: ἐπαγωγ (어간) + ος (어미)

어원: e)pa/gw

  1. 유혹, 충동, 매혹적인, 유혹하는, 마음을 끄는
  1. attractive, tempting, alluring, seductive, a temptation

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐπαγωγός

유혹 (이)가

ἐπάγωγον

유혹 (것)가

속격 ἐπαγωγοῦ

유혹 (이)의

ἐπαγώγου

유혹 (것)의

여격 ἐπαγωγῷ

유혹 (이)에게

ἐπαγώγῳ

유혹 (것)에게

대격 ἐπαγωγόν

유혹 (이)를

ἐπάγωγον

유혹 (것)를

호격 ἐπαγωγέ

유혹 (이)야

ἐπάγωγον

유혹 (것)야

쌍수주/대/호 ἐπαγωγώ

유혹 (이)들이

ἐπαγώγω

유혹 (것)들이

속/여 ἐπαγωγοῖν

유혹 (이)들의

ἐπαγώγοιν

유혹 (것)들의

복수주격 ἐπαγωγοί

유혹 (이)들이

ἐπάγωγα

유혹 (것)들이

속격 ἐπαγωγῶν

유혹 (이)들의

ἐπαγώγων

유혹 (것)들의

여격 ἐπαγωγοῖς

유혹 (이)들에게

ἐπαγώγοις

유혹 (것)들에게

대격 ἐπαγωγούς

유혹 (이)들을

ἐπάγωγα

유혹 (것)들을

호격 ἐπαγωγοί

유혹 (이)들아

ἐπάγωγα

유혹 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐδ’ ἂν κατίσχυε τὴν πάντων ἰσχυροτέραν ἀλήθειαν, εἰ μὴ πολὺ τὸ ἐπαγωγὸν καὶ πιθανὸν καὶ μυρία ἄλλα παρεσκεύαστο κατὰ τῶν ἀκουόντων. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 11:2)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 11:2)

  • αἱ δέ γε ἑταῖραι, καὶ μάλιστα αἱ ἀμορφότεραι αὐτῶν, καὶ τὴν ἐσθῆτα ὅλην πορφυρᾶν καὶ τὴν δειρὴν χρυσῆν πεποίηνται, τῷ πολυτελεῖ θηρώμεναι τὸ ἐπαγωγὸν καὶ τὸ ἐνδέον τῷ καλῷ προσθέσει τοῦ ἔξωθεν τερπνοῦ παραμυθούμεναι· (Lucian, De Domo, (no name) 7:2)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 7:2)

  • τῆσ γὰρ τέχνησ τὸ ἀκριβὲσ καὶ τῆσ ἱστορίασ μετὰ τοῦ ἀρχαίου τὸ ὠφέλιμον ἐπαγωγὸν ὡσ ἀληθῶσ καὶ πεπαιδευμένων θεατῶν δεόμενον. (Lucian, De Domo, (no name) 21:6)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 21:6)

  • ἓν μόνον, εὐμήκησ ἐστὶ καὶ ὀρθὴ καὶ μειδιᾷ πάνυ ἐπαγωγόν. (Lucian, Dialogi meretricii, 2:3)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 2:3)

  • τὸ μὲν πρῶτον κατακοσμοῦσα ἑαυτὴν εὐπρεπῶσ καὶ εὐσταλὴσ οὖσα καὶ φαιδρὰ πρὸσ ἅπαντασ, οὐκ ἄχρι τοῦ καγχάζειν ῥᾳδίωσ καθάπερ σὺ εἰώθασ, ἀλλὰ μειδιῶσα ἡδὺ καὶ ἐπαγωγόν, εἶτα προσομιλοῦσα δεξιῶσ καὶ μήτε φενακίζουσα, εἴ τισ προσέλθοι ἢ προπέμψειε, μήτε αὐτὴ ἐπιλαμβανομένη τῶν ἀνδρῶν. (Lucian, Dialogi meretricii, 3:2)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 3:2)

유의어

  1. 유혹

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION