Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐνέργεια

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐνέργεια ἐνεργείας

Structure: ἐνεργει (Stem) + α (Ending)

Etym.: from e)nergh/s

Sense

  1. activity, operation, vigour
  2. workmanship
  3. supernatural action, cosmic force
  4. the active principle in Aristotelian ontology (Latin actus)

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τοῦτο δὲ ἦν ἐνέργεια τῆσ τοῦ βοηθοῦντοσ τοῖσ Ἰουδαίοισ ἐξ οὐρανοῦ προνοίασ ἀνικήτου. (Septuagint, Liber Maccabees III 4:21)
  • τοῦτο δὲ ἦν ἡ ἐνέργεια τοῦ πάντα δεσποτεύοντοσ Θεοῦ, τῶν πρὶν αὐτῷ μεμηχανημένων λήθην κατὰ διάνοιαν ἐντεθεικότοσ. (Septuagint, Liber Maccabees III 5:28)
  • οὕτω γέ τοι καὶ χρυσὸσ ἑτέρῳ χρυσῷ παρατεθεὶσ κρείττων εἴτε καὶ χείρων εὑρίσκεται καὶ πᾶν ἄλλο χειρούργημα, καὶ ὅσων ἐνέργεια τὸ τέλοσ. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 1 7:4)
  • ἡ μὲν γάρ ἐστιν ἐνέργεια ἡ δ’ οὐσία. (Plutarch, De fato, section 12)
  • τέλη ἐν ψυχῇ καὶ τὰ ἄριστα τῶν ἀγαθῶν, αὐτὴ δὲ ἢ ἕξισ ἢ ἐνέργεια, ἐπεὶ βέλτιον ἡ ἐνέργεια τῆσ διαθέσεωσ καὶ τῆσ βελτίστησ ἕξεωσ ἡ βελτίστη ἐνέργεια, ἡ δ’ ἀρετὴ βελτίστη ἕξισ, τῆσ ἀρετῆσ ἐνέργειαν τῆσ ψυχῆσ ἄριστον εἶναι. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 15:1)
  • καὶ ἡδίστῳ καὶ βαθεῖ κατεσχέθη τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ Δεσπότου, τῆσ ἀθέσμου μὲν προθέσεωσ πολὺ διεσφαλμένοσ, τοῦ δὲ ἀμεταθέτου λογισμοῦ μεγάλωσ διεψευσμένοσ. (Septuagint, Liber Maccabees III 5:12)
  • ἐνίκησε δὲ τὸν ὄχλον οὐκ ἰσχύϊ τοῦ σώματοσ, οὐχ ὅπλων ἐνεργείᾳ, ἀλλὰ λόγῳ τὸν κολάζοντα ὑπέταξεν, ὅρκουσ πατέρων καὶ διαθήκασ ὑπομνήσασ. (Septuagint, Liber Sapientiae 18:22)

Synonyms

  1. workmanship

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION