ἐνδιατρίβω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐνδιατρίβω
ἐνδιατρίψω
형태분석:
ἐν
(접두사)
+
διατρίβ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 빈둥거리다, 쉬다, 어슬렁거리다
- to spend or consume in
- to spend time in
- to waste time by staying in, linger
- to continue in, to dwell upon a point
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- κωλύει γὰρ οὐδὲν κἀμέ σοι ἐνδιατρίβειν, ἐπειδὴ χαίρεισ ἐξαπατώμενοσ. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 26:5)
(루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 26:5)
- πᾶσ ^ δὲ ὁ τόνοσ τοῦ φθέγματοσ οἱο͂σ ἁπαλώτατοσ, οὔτε βαρὺσ ὡσ εἰσ τὸ ἀνδρεῖον ἡρμόσθαι οὔτε πάνυ λεπτὸσ ὡσ θηλύτατόσ τε εἶναι καὶ κομιδῇ ἔκλυτοσ, ἀλλ’ οἱο͂σ γένοιτ’ ἂν παιδὶ μήπω ἡβάσκοντι, ἡδὺσ καὶ προσηνὴσ καὶ πράωσ παραδυόμενοσ εἰσ τὴν ἀκοήν, ὡσ καὶ παυσαμένησ ἔναυλον εἶναι τὴν βοὴν καί τι λείψανον ἐνδιατρίβειν καὶ περιβομβεῖν τὰ ὦτα, καθάπερ ἠχώ τινα παρατείνουσαν τὴν ἀκρόασιν καὶ ἴχνη τῶν λόγων μελιχρὰ ἄττα καὶ πειθοῦσ μεστὰ ἐπὶ τῆσ ψυχῆσ ἀπολιμπάνουσαν. (Lucian, Imagines, (no name) 13:3)
(루키아노스, Imagines, (no name) 13:3)
- τί τοίνυν μέμφεσθαι ἄξιον Ἀλεξάνδρῳ, εἰ τοιούτοισ ἀνθρωπίσκοισ ἐνδιατρίβειν ἠξίου ; (Lucian, Alexander, (no name) 33:5)
(루키아노스, Alexander, (no name) 33:5)
- τοὺσ δὲ θεατάσ, εἰ καινοτομεῖν ἐθελήσουσιν καὶ μὴ τοῖσ ἠθάσι λίαν τοῖσ τ’ ἀρχαίοισ ἐνδιατρίβειν, τοῦτ’ ἔσθ’ ὃ μάλιστα δέδοικα. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Agon, epirrheme2)
(아리스토파네스, Ecclesiazusae, Agon, epirrheme2)
- νῦν δὲ τὰσ μὲν ὄψεισ ὑπὸ τῶν ἄγαν λαμπρῶν τιτρωσκομένασ ἀποστρέφοντεσ ταῖσ ἀνθηραῖσ καὶ ποώδεσι χροιαῖσ παρηγοροῦμεν, τὴν δὲ διάνοιαν ἐντείνομεν εἰσ τὰ λυπηρὰ καὶ προσβιαζόμεθα τοῖσ τῶν ἀνιαρῶν ἐνδιατρίβειν ἀναλογισμοῖσ, μονονοὺ βίᾳ τῶν βελτιόνων ἀποσπάσαντεσ. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 8 1:2)
(플루타르코스, De tranquilitate animi, section 8 1:2)
유의어
-
to spend or consume in
-
to spend time in
파생어
- συνδιατρίβω (to pass or spend, with or together, to live constantly with)