Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐνάμιλλος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἐνάμιλλος ἐνάμιλλον

Structure: ἐναμιλλ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a(/milla

Sense

  1. engaged in equal contest with, a match for

Examples

  • οὖν εἰσ ὅσον οἱο͂̀ν τ’ ἐστὶ τούτοισ παραδείγμασι χρωμένουσ τὸ πολὺ τῆσ ἀκρατοῦσ καὶ μαινομένησ ὑφαιρεῖν ὀργῆσ οὐδὲ γὰρ ἐσ τἄλλα ἐνάμιλλοι ταῖσ ἐκείνων ἐσμὲν οὔτ’ ἐμπειρίαισ οὔτε καλοκαγαθίαισ. (Plutarch, De liberis educandis, section 14 14:1)
  • "ἐν Σπανίᾳ πρὸσ τῇ Ἀκυτανίᾳ πόλισ Πομπέλων,6 ὡσ ἂν εἴποι τισ Πομπηιόπολισ, ἐν ᾗ πέρναι διάφοροι συντίθενται ταῖσ Κανταβρικαῖσ ἐνάμιλλοι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 75 1:4)
  • αἱ δὲ γυναῖκεσ τῶν Γαλατῶν οὐ μόνον τοῖσ μεγέθεσι παραπλήσιοι τοῖσ ἀνδράσιν εἰσίν, ἀλλὰ καὶ ταῖσ ἀλκαῖσ ἐνάμιλλοι. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 5, chapter 32 2:1)
  • ἔχουσι δ’ αὐτοὺσ Κερρητανοὶ τὸ πλέον τοῦ Ἰβηρικοῦ φύλου, παρ’ οἷσ πέρναι διάφοροι συντίθενται ταῖσ Κανταβρικαῖσ ἐνάμιλλοι, πρόσοδον οὐ μικρὰν τοῖσ ἀνθρώποισ παρέχουσαι. (Strabo, Geography, book 3, chapter 4 22:2)

Synonyms

  1. engaged in equal contest with

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION