Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμπορικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐμπορικός ἐμπορική ἐμπορικόν

Structure: ἐμπορικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from e)/mporos

Sense

  1. commercial, mercantile, mercantile, to be used in trade
  2. imported, foreign

Examples

  • ἀνδράποδα μὲν οὖν καὶ χρήματα καὶ βοσκήματα καὶ τοὺσ ἐμπορικοὺσ φόρτουσ ἡ στρατιὰ συγχωρήσει τοῦ ὑπάτου διήρπασε, τὰ δ’ ἐλεύθερα σώματα, ὁπόσα μὴ ὁ πόλεμοσ ἔφθη διειργασμένοσ, ἐπὶ τὸ λαφυροπώλιον ἀπήχθη. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 56 7:3)
  • ἔνιοι δὲ τὴν Συρίαν ὅλην εἴσ τε Κοιλοσύρουσ [καὶ Σύρουσ] καὶ Φοίνικασ διελόντεσ τούτοισ ἀναμεμῖχθαί φασι τέτταρα ἔθνη, Ιοὐδαίουσ Ἰδουμαίουσ Γαζαίουσ Ἀζωτίουσ, γεωργικοὺσ μέν, ὡσ τοὺσ Σύρουσ καὶ Κοιλοσύρουσ, ἐμπορικοὺσ δέ, ὡσ τοὺσ Φοίνικασ. (Strabo, Geography, book 16, chapter 2 4:2)

Synonyms

  1. imported

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION