Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμπορικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐμπορικός ἐμπορική ἐμπορικόν

Structure: ἐμπορικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from e)/mporos

Sense

  1. commercial, mercantile, mercantile, to be used in trade
  2. imported, foreign

Examples

  • ἔμελλον δέ που καὶ μηδενὸσ ἐξελαύνοντοσ αἱ πολλαὶ τῷ κοινῷ νομίσματι συνεκπεσεῖσθαι, διάθεσιν τῶν ἔργων οὐκ ἐχόντων, τὸ γάρ σιδηροῦν ἀγώγιμον οὐκ ἦν πρὸσ τοὺσ ἄλλουσ Ἕλληνασ οὐδ’ εἶχε τιμὴν καταγελώμενον, ὥστε οὐδὲ πρίασθαί τι τῶν ξενικῶν καὶ ῥωπικῶν ὑπῆρχεν, οὐδ’ εἰσέπλει φόρτοσ ἐμπορικὸσ εἰσ τοὺσ λιμένασ, οὐδὲ ἐπέβαινε τῆσ Λακωνικῆσ οὐ σοφιστὴσ λόγων, οὐ μάντισ ἀγυρτικόσ, οὐχ ἑταιρῶν τροφεύσ, οὐ χρυσῶν τίσ, οὐκ ἀργυρῶν καλλωπισμάτων δημιουργόσ, ἅτε δὴ νομίσματοσ οὐκ ὄντοσ. (Plutarch, Lycurgus, chapter 9 3:2)
  • πρὸσ νότον δὲ τῇ Λίξῳ καὶ ταῖσ Κώτεσι παράκειται κόλποσ Ἐμπορικὸσ καλούμενοσ, ἔχων Φοινικικὰσ ἐμπορικὰσ κατοικίασ. (Strabo, Geography, book 17, chapter 3 4:7)

Synonyms

  1. imported

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION