Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμπορικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐμπορικός ἐμπορική ἐμπορικόν

Structure: ἐμπορικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from e)/mporos

Sense

  1. commercial, mercantile, mercantile, to be used in trade
  2. imported, foreign

Examples

  • τῆσ δ’ ἐμπορικῆσ ἆρ’ οὐκ ᾐσθήμεθα ὅτι τὸ μὲν ὅσοισ τὸ σῶμα τρέφεται καὶ χρῆται, τὸ δὲ ὅσοισ ἡ ψυχή, πωλοῦν διὰ νομίσματοσ ἀλλάττεται; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 47:1)
  • ἴθι δὴ νῦν συναγάγωμεν αὐτὸ λέγοντεσ ὡσ τὸ τῆσ κτητικῆσ, μεταβλητικῆσ, ἀγοραστικῆσ, ἐμπορικῆσ, ψυχεμπορικῆσ περὶ λόγουσ καὶ μαθήματα ἀρετῆσ πωλητικὸν δεύτερον ἀνεφάνη σοφιστική. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 51:6)

Synonyms

  1. imported

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION