Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμπορικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐμπορικός ἐμπορική ἐμπορικόν

Structure: ἐμπορικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from e)/mporos

Sense

  1. commercial, mercantile, mercantile, to be used in trade
  2. imported, foreign

Examples

  • καὶ εἴ γέ τισ ἡμῶν φεύγων δίκην ὑπὸ τούτου παραγραφὴν ἐτόλμησε παραγράφεσθαι, μὴ εἰσαγώγιμον εἶναι τὴν δίκην, εὖ οἶδ’ ὅτι ἠγανάκτει ἂν αὐτὸσ καὶ ἐσχετλίαζε πρὸσ ὑμᾶσ, δεινὰ φάσκων πάσχειν καὶ παρανομεῖσθαι, εἰ μή τισ αὐτῷ τὴν δίκην ψηφιεῖται εἰσαγώγιμον εἶναι, ἐμπορικὴν οὖσαν. (Demosthenes, Speeches 31-40, 69:1)
  • ἀλλ’ οὕτωσ βδελυρόσ τίσ ἐστι καὶ ὑπερβάλλων ἅπαντασ ἀνθρώπουσ τῷ πονηρὸσ εἶναι, ὥστ’ ἐπιχειρεῖ πείθειν ὑμᾶσ ψηφίσασθαι μὴ εἰσαγώγιμον εἶναι τὴν ἐμπορικὴν δίκην ταύτην, δικαζόντων ὑμῶν νυνὶ τὰσ ἐμπορικὰσ δίκασ. (Demosthenes, Speeches 31-40, 70:1)
  • ἀλλὰ τοὺσ τριηράρχουσ καθιστᾶσιν, ἐμπορικὴν δὲ δίκην οὐδεμίαν εἰσάγουσιν. (Demosthenes, Speeches 31-40, 72:8)
  • αὑτῇ γὰρ ἐμπορικήν, ἀλλ’ οὐ τοῖσ ἄλλοισ, δεῖ εἶναι τὴν πόλιν· (Aristotle, Politics, Book 7 96:2)
  • ὅτι δίκην ἐμπορικὴν καταδικασάμενοσ τοῦ Μενίππου, οὐκ ἔχων πρότερον λαβεῖν αὐτόν, ὡσ ἔφη, τοῖσ μυστηρίοισ ἐπιδημοῦντοσ ἐπελάβετο. (Demosthenes, Speeches 21-30, 229:3)

Synonyms

  1. imported

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION