Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμπορικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐμπορικός ἐμπορική ἐμπορικόν

Structure: ἐμπορικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from e)/mporos

Sense

  1. commercial, mercantile, mercantile, to be used in trade
  2. imported, foreign

Examples

  • εἰσάγουσι δὲ καὶ δίκασ ἰδίασ, ἐμπορικὰσ καὶ μεταλλικάσ, καὶ δούλων, ἄν τισ τὸν ἐλεύθερον κακῶσ λέγῃ. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 59 5:1)
  • ὑπὲρ δὲ τοῦ τὴν δίκην εἰσαγώγιμον εἶναι ὁ νόμοσ αὐτὸσ διαμαρτύρεται, κελεύων τὰσ δίκασ εἶναι τὰσ ἐμπορικὰσ τῶν συμβολαίων τῶν Ἀθήνησιν καὶ εἰσ τὸ Ἀθηναίων ἐμπόριον, καὶ οὐ μόνον τῶν Ἀθήνησιν, ἀλλὰ καὶ ὅσα ἂν γένηται ἕνεκα τοῦ πλοῦ τοῦ Ἀθήναζε. (Demosthenes, Speeches 31-40, 60:2)
  • ἀλλ’ οὕτωσ βδελυρόσ τίσ ἐστι καὶ ὑπερβάλλων ἅπαντασ ἀνθρώπουσ τῷ πονηρὸσ εἶναι, ὥστ’ ἐπιχειρεῖ πείθειν ὑμᾶσ ψηφίσασθαι μὴ εἰσαγώγιμον εἶναι τὴν ἐμπορικὴν δίκην ταύτην, δικαζόντων ὑμῶν νυνὶ τὰσ ἐμπορικὰσ δίκασ. (Demosthenes, Speeches 31-40, 70:1)
  • πρὸσ νότον δὲ τῇ Λίξῳ καὶ ταῖσ Κώτεσι παράκειται κόλποσ Ἐμπορικὸσ καλούμενοσ, ἔχων Φοινικικὰσ ἐμπορικὰσ κατοικίασ. (Strabo, Geography, book 17, chapter 3 4:7)

Synonyms

  1. imported

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION