Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμπορικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐμπορικός ἐμπορική ἐμπορικόν

Structure: ἐμπορικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from e)/mporos

Sense

  1. commercial, mercantile, mercantile, to be used in trade
  2. imported, foreign

Examples

  • καὶ πολλοὶ ἤδη τῶν φευγόντων ἐν ταῖσ ἐμπορικαῖσ παραγραψάμενοι κατὰ τὸν νόμον τουτονὶ καὶ εἰσελθόντεσ εἰσ ὑμᾶσ ἐξήλεγξαν τοὺσ δικαζομένουσ ἀδίκωσ ἐγκαλοῦντασ καὶ ἐπὶ τῇ προφάσει τοῦ ἐμπορεύεσθαι συκοφαντοῦντασ. (Demosthenes, Speeches 31-40, 3:2)
  • εὑρὼν δὲ δύο νεανίσκουσ Λυγκηστὰσ τὸ γένοσ, ἐμπορικαῖσ δὲ ἐργασίαισ χρωμένουσ, καὶ διὰ τοῦτο τῶν ὁδῶν ἐμπείρωσ ἔχοντασ, μετὰ τούτων ἔφυγε. (Diodorus Siculus, Library, book xi, chapter 56 3:2)
  • τοῦτο δὲ πρόσφορόν ἐστι ταῖσ ἐμπορικαῖσ ὁλκάσιν. (Strabo, Geography, book 3, chapter 2 10:7)

Synonyms

  1. imported

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION