Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμπορικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐμπορικός ἐμπορική ἐμπορικόν

Structure: ἐμπορικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from e)/mporos

Sense

  1. commercial, mercantile, mercantile, to be used in trade
  2. imported, foreign

Examples

  • εἶδεσ ὦ εἶδεσ ὦ πᾶσα πόλι τὸν φρόνιμον ἄνδρα τὸν ὑπέρσοφον, οἷ’ ἔχει σπεισάμενοσ ἐμπορικὰ χρήματα διεμπολᾶν, ὧν τὰ μὲν ἐν οἰκίᾳ χρήσιμα, τὰ δ’ αὖ πρέπει χλιαρὰ κατεσθίειν. (Aristophanes, Acharnians, Choral, strophe1)
  • οὗτοσ ἔφη ποτὲ πλέων εἰσ Ἰταλίαν ἐπιβῆναι νεὼσ, ἐμπορικὰ χρήματα καὶ συχνοὺσ ἐπιβάτασ ἀγούσησ· (Plutarch, De defectu oraculorum, section 17 1:4)
  • ἐγὼ δ’ εἰμὶ ἔμποροσ, καὶ σὺ ἀδελφὸσ καὶ κληρονόμοσ ἑνὸσ τῶν ἐμπόρων, τοῦ λαβόντοσ παρ’ ἡμῶν τὰ ἐμπορικὰ χρήματα. (Demosthenes, Speeches 31-40, 73:1)

Synonyms

  1. imported

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION