고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ἐλεγκτικός ἐλεγκτική ἐλεγκτικόν
Structure: ἐλεγκτικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | ἐλεγκτικός | ἐλεγκτική | ἐλεγκτικόν |
Genitive | ἐλεγκτικοῦ | ἐλεγκτικῆς | ἐλεγκτικοῦ | |
Dative | ἐλεγκτικῷ | ἐλεγκτικῇ | ἐλεγκτικῷ | |
Accusative | ἐλεγκτικόν | ἐλεγκτικήν | ἐλεγκτικόν | |
Vocative | ἐλεγκτικέ | ἐλεγκτική | ἐλεγκτικόν | |
Dual | N/A/V | ἐλεγκτικώ | ἐλεγκτικᾱ́ | ἐλεγκτικώ |
G/D | ἐλεγκτικοῖν | ἐλεγκτικαῖν | ἐλεγκτικοῖν | |
Plural | Nominative | ἐλεγκτικοί | ἐλεγκτικαί | ἐλεγκτικά |
Genitive | ἐλεγκτικῶν | ἐλεγκτικῶν | ἐλεγκτικῶν | |
Dative | ἐλεγκτικοῖς | ἐλεγκτικαῖς | ἐλεγκτικοῖς | |
Accusative | ἐλεγκτικούς | ἐλεγκτικᾱ́ς | ἐλεγκτικά | |
Vocative | ἐλεγκτικοί | ἐλεγκτικαί | ἐλεγκτικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | ἐλεγκτικός ἐλεγκτικοῦ | ἐλεγκτικώτερος ἐλεγκτικωτεροῦ | ἐλεγκτικώτατος ἐλεγκτικωτατοῦ |
Adverb | ἐλεγκτικώς | ἐλεγκτικώτερον | ἐλεγκτικώτατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기