- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκπίνω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: ekpīnō 고전 발음: [엑삐:노:] 신약 발음: [액삐노]

기본형: ἐκπίνω ἐκπίομαι ἐξέπιον ἐκπέπωκα ἐκπέπομαι ἐξεπόθην

형태분석: ἐκ (접두사) + πίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 비우다, 배출하다
  1. I drink out or off of, quaff
  2. (of insects) I drain
  3. I drain (a cup) dry

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκπίνω

ἐκπίνεις

ἐκπίνει

쌍수 ἐκπίνετον

ἐκπίνετον

복수 ἐκπίνομεν

ἐκπίνετε

ἐκπίνουσι(ν)

접속법단수 ἐκπίνω

ἐκπίνῃς

ἐκπίνῃ

쌍수 ἐκπίνητον

ἐκπίνητον

복수 ἐκπίνωμεν

ἐκπίνητε

ἐκπίνωσι(ν)

기원법단수 ἐκπίνοιμι

ἐκπίνοις

ἐκπίνοι

쌍수 ἐκπίνοιτον

ἐκπινοίτην

복수 ἐκπίνοιμεν

ἐκπίνοιτε

ἐκπίνοιεν

명령법단수 ἐκπίνε

ἐκπινέτω

쌍수 ἐκπίνετον

ἐκπινέτων

복수 ἐκπίνετε

ἐκπινόντων, ἐκπινέτωσαν

부정사 ἐκπίνειν

분사 남성여성중성
ἐκπινων

ἐκπινοντος

ἐκπινουσα

ἐκπινουσης

ἐκπινον

ἐκπινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκπίνομαι

ἐκπίνει, ἐκπίνῃ

ἐκπίνεται

쌍수 ἐκπίνεσθον

ἐκπίνεσθον

복수 ἐκπινόμεθα

ἐκπίνεσθε

ἐκπίνονται

접속법단수 ἐκπίνωμαι

ἐκπίνῃ

ἐκπίνηται

쌍수 ἐκπίνησθον

ἐκπίνησθον

복수 ἐκπινώμεθα

ἐκπίνησθε

ἐκπίνωνται

기원법단수 ἐκπινοίμην

ἐκπίνοιο

ἐκπίνοιτο

쌍수 ἐκπίνοισθον

ἐκπινοίσθην

복수 ἐκπινοίμεθα

ἐκπίνοισθε

ἐκπίνοιντο

명령법단수 ἐκπίνου

ἐκπινέσθω

쌍수 ἐκπίνεσθον

ἐκπινέσθων

복수 ἐκπίνεσθε

ἐκπινέσθων, ἐκπινέσθωσαν

부정사 ἐκπίνεσθαι

분사 남성여성중성
ἐκπινομενος

ἐκπινομενου

ἐκπινομενη

ἐκπινομενης

ἐκπινομενον

ἐκπινομενου

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἐξεγείρου ἐξεγείρου, ἀνάστηθι, Ἱερουσαλήμ, ἡ πιοῦσα ἐκ χειρὸς Κυρίου τὸ ποτήριον τοῦ θυμοῦ αὐτοῦ. τὸ ποτήριον γὰρ τῆς πτώσεως, τὸ κόνδυ τοῦ θυμοῦ ἐξέπιες καὶ ἐξεκένωσας. (Septuagint, Liber Isaiae 51:17)

    (70인역 성경, 이사야서 51:17)

  • οἱ δὲ ἱερεῖς ἦλθον τὴν νύκτα κατὰ τὸ ἔθος αὐτῶν καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν καὶ κατέφαγον πάντα καὶ ἐξέπιον. (Septuagint, Prophetia Danielis 12:27)

    (70인역 성경, 다니엘서 12:27)

  • ὃς δ ἂν ἐκπίῃ πρώτιστος, ἀσκὸν Κτησιφῶντος λήψεται. (Aristophanes, Acharnians, Lyric-Scene3)

    (아리스토파네스, Acharnians, Lyric-Scene3)

  • φήσεις ἐπειδὰν ἐκπίῃς οἴνου νέου λεπαστήν. (Aristophanes, Peace, Lyric-Scene, antistrophe 15)

    (아리스토파네스, Peace, Lyric-Scene, antistrophe 15)

  • ἐγὼ δέ γ, ἢν μή ς ἐκπίω κἀπεκροφήσας αὐτὸς ἐπιδιαρραγῶ. (Aristotle, Lyric-Scene, iambics7)

    (아리스토텔레스, Lyric-Scene, iambics7)

유의어

  1. I drink out or off of

    • ἕλκω (빨다, 빨아먹다, 완전히 흡수하다)
  2. 비우다

  3. I drain dry

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION