헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σβέννῡμι

-νυμι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σβέννῡμι σβέσω ἔσβεσα ἔσβηκα ἔσβεσμαι ἐσβέσθην

형태분석: σβέννῡ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 내놓다, 끄다, 내다
  2. 말리다, 마르다
  3. 확인하다, 끄다, 억제하다, 제지하다
  1. (transitive) I quench, put out
  2. I dry up
  3. I quench, quell, check

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σβέννῡμι

(나는) 내놓는다

σβέννῡς

(너는) 내놓는다

σβέννῡσιν*

(그는) 내놓는다

쌍수 σβέννῡτον

(너희 둘은) 내놓는다

σβέννῡτον

(그 둘은) 내놓는다

복수 σβέννῡμεν

(우리는) 내놓는다

σβέννῡτε

(너희는) 내놓는다

σβεννῡ́ᾱσιν*

(그들은) 내놓는다

접속법단수 σβεννῡ́ω

(나는) 내놓자

σβεννῡ́ῃς

(너는) 내놓자

σβεννῡ́ῃ

(그는) 내놓자

쌍수 σβεννῡ́ητον

(너희 둘은) 내놓자

σβεννῡ́ητον

(그 둘은) 내놓자

복수 σβεννῡ́ωμεν

(우리는) 내놓자

σβεννῡ́ητε

(너희는) 내놓자

σβεννῡ́ωσιν*

(그들은) 내놓자

기원법단수 σβεννῡ́οιμι

(나는) 내놓기를 (바라다)

σβεννῡ́οις

(너는) 내놓기를 (바라다)

σβεννῡ́οι

(그는) 내놓기를 (바라다)

쌍수 σβεννῡ́οιτον

(너희 둘은) 내놓기를 (바라다)

σβεννῡοίτην

(그 둘은) 내놓기를 (바라다)

복수 σβεννῡ́οιμεν

(우리는) 내놓기를 (바라다)

σβεννῡ́οιτε

(너희는) 내놓기를 (바라다)

σβεννῡ́οιεν

(그들은) 내놓기를 (바라다)

명령법단수 σβέννῡ

(너는) 내놓아라

σβεννῡ́τω

(그는) 내놓아라

쌍수 σβέννῡτον

(너희 둘은) 내놓아라

σβεννῡ́των

(그 둘은) 내놓아라

복수 σβέννῡτε

(너희는) 내놓아라

σβεννῡ́ντων

(그들은) 내놓아라

부정사 σβεννῡ́ναι

내놓는 것

분사 남성여성중성
σβεννῡ̄ς

σβεννῡντος

σβεννῡ̄σα

σβεννῡ̄σης

σβεννῡν

σβεννῡντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σβέννῡμαι

(나는) 내놓여진다

σβέννῡσαι

(너는) 내놓여진다

σβέννῡται

(그는) 내놓여진다

쌍수 σβέννῡσθον

(너희 둘은) 내놓여진다

σβέννῡσθον

(그 둘은) 내놓여진다

복수 σβεννῡ́μεθα

(우리는) 내놓여진다

σβέννῡσθε

(너희는) 내놓여진다

σβέννῡνται

(그들은) 내놓여진다

접속법단수 σβεννῡ́ωμαι

(나는) 내놓여지자

σβεννῡ́ῃ

(너는) 내놓여지자

σβεννῡ́ηται

(그는) 내놓여지자

쌍수 σβεννῡ́ησθον

(너희 둘은) 내놓여지자

σβεννῡ́ησθον

(그 둘은) 내놓여지자

복수 σβεννῡώμεθα

(우리는) 내놓여지자

σβεννῡ́ησθε

(너희는) 내놓여지자

σβεννῡ́ωνται

(그들은) 내놓여지자

기원법단수 σβεννῡοίμην

(나는) 내놓여지기를 (바라다)

σβεννῡ́οιο

(너는) 내놓여지기를 (바라다)

σβεννῡ́οιτο

(그는) 내놓여지기를 (바라다)

쌍수 σβεννῡ́οισθον

(너희 둘은) 내놓여지기를 (바라다)

σβεννῡοίσθην

(그 둘은) 내놓여지기를 (바라다)

복수 σβεννῡοίμεθα

(우리는) 내놓여지기를 (바라다)

σβεννῡ́οισθε

(너희는) 내놓여지기를 (바라다)

σβεννῡ́οιντο

(그들은) 내놓여지기를 (바라다)

명령법단수 σβέννῡσο

(너는) 내놓여져라

σβεννῡ́σθω

(그는) 내놓여져라

쌍수 σβέννῡσθον

(너희 둘은) 내놓여져라

σβεννῡ́σθων

(그 둘은) 내놓여져라

복수 σβέννῡσθε

(너희는) 내놓여져라

σβεννῡ́σθων

(그들은) 내놓여져라

부정사 σβέννῡσθαι

내놓여지는 것

분사 남성여성중성
σβεννῡμενος

σβεννῡμενου

σβεννῡμενη

σβεννῡμενης

σβεννῡμενον

σβεννῡμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σβέσω

(나는) 내놓겠다

σβέσεις

(너는) 내놓겠다

σβέσει

(그는) 내놓겠다

쌍수 σβέσετον

(너희 둘은) 내놓겠다

σβέσετον

(그 둘은) 내놓겠다

복수 σβέσομεν

(우리는) 내놓겠다

σβέσετε

(너희는) 내놓겠다

σβέσουσιν*

(그들은) 내놓겠다

기원법단수 σβέσοιμι

(나는) 내놓겠기를 (바라다)

σβέσοις

(너는) 내놓겠기를 (바라다)

σβέσοι

(그는) 내놓겠기를 (바라다)

쌍수 σβέσοιτον

(너희 둘은) 내놓겠기를 (바라다)

σβεσοίτην

(그 둘은) 내놓겠기를 (바라다)

복수 σβέσοιμεν

(우리는) 내놓겠기를 (바라다)

σβέσοιτε

(너희는) 내놓겠기를 (바라다)

σβέσοιεν

(그들은) 내놓겠기를 (바라다)

부정사 σβέσειν

내놓을 것

분사 남성여성중성
σβεσων

σβεσοντος

σβεσουσα

σβεσουσης

σβεσον

σβεσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σβέσομαι

(나는) 내놓여지겠다

σβέσει, σβέσῃ

(너는) 내놓여지겠다

σβέσεται

(그는) 내놓여지겠다

쌍수 σβέσεσθον

(너희 둘은) 내놓여지겠다

σβέσεσθον

(그 둘은) 내놓여지겠다

복수 σβεσόμεθα

(우리는) 내놓여지겠다

σβέσεσθε

(너희는) 내놓여지겠다

σβέσονται

(그들은) 내놓여지겠다

기원법단수 σβεσοίμην

(나는) 내놓여지겠기를 (바라다)

σβέσοιο

(너는) 내놓여지겠기를 (바라다)

σβέσοιτο

(그는) 내놓여지겠기를 (바라다)

쌍수 σβέσοισθον

(너희 둘은) 내놓여지겠기를 (바라다)

σβεσοίσθην

(그 둘은) 내놓여지겠기를 (바라다)

복수 σβεσοίμεθα

(우리는) 내놓여지겠기를 (바라다)

σβέσοισθε

(너희는) 내놓여지겠기를 (바라다)

σβέσοιντο

(그들은) 내놓여지겠기를 (바라다)

부정사 σβέσεσθαι

내놓여질 것

분사 남성여성중성
σβεσομενος

σβεσομενου

σβεσομενη

σβεσομενης

σβεσομενον

σβεσομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σβεσθήσομαι

(나는) 내놓여지겠다

σβεσθήσῃ

(너는) 내놓여지겠다

σβεσθήσεται

(그는) 내놓여지겠다

쌍수 σβεσθήσεσθον

(너희 둘은) 내놓여지겠다

σβεσθήσεσθον

(그 둘은) 내놓여지겠다

복수 σβεσθησόμεθα

(우리는) 내놓여지겠다

σβεσθήσεσθε

(너희는) 내놓여지겠다

σβεσθήσονται

(그들은) 내놓여지겠다

기원법단수 σβεσθησοίμην

(나는) 내놓여지겠기를 (바라다)

σβεσθήσοιο

(너는) 내놓여지겠기를 (바라다)

σβεσθήσοιτο

(그는) 내놓여지겠기를 (바라다)

쌍수 σβεσθήσοισθον

(너희 둘은) 내놓여지겠기를 (바라다)

σβεσθησοίσθην

(그 둘은) 내놓여지겠기를 (바라다)

복수 σβεσθησοίμεθα

(우리는) 내놓여지겠기를 (바라다)

σβεσθήσοισθε

(너희는) 내놓여지겠기를 (바라다)

σβεσθήσοιντο

(그들은) 내놓여지겠기를 (바라다)

부정사 σβεσθήσεσθαι

내놓여질 것

분사 남성여성중성
σβεσθησομενος

σβεσθησομενου

σβεσθησομενη

σβεσθησομενης

σβεσθησομενον

σβεσθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσβέννῡν

(나는) 내놓고 있었다

ἐσβέννῡς

(너는) 내놓고 있었다

ἐσβέννῡν*

(그는) 내놓고 있었다

쌍수 ἐσβέννῡτον

(너희 둘은) 내놓고 있었다

ἐσβεννῡ́την

(그 둘은) 내놓고 있었다

복수 ἐσβέννῡμεν

(우리는) 내놓고 있었다

ἐσβέννῡτε

(너희는) 내놓고 있었다

ἐσβέννῡσαν

(그들은) 내놓고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσβεννῡ́μην

(나는) 내놓여지고 있었다

ἐσβεννῡ́ου, ἐσβέννῡσο

(너는) 내놓여지고 있었다

ἐσβέννῡτο

(그는) 내놓여지고 있었다

쌍수 ἐσβέννῡσθον

(너희 둘은) 내놓여지고 있었다

ἐσβεννῡ́σθην

(그 둘은) 내놓여지고 있었다

복수 ἐσβεννῡ́μεθα

(우리는) 내놓여지고 있었다

ἐσβέννῡσθε

(너희는) 내놓여지고 있었다

ἐσβέννῡντο

(그들은) 내놓여지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓σβεσα

(나는) 내놓았다

έ̓σβεσας

(너는) 내놓았다

έ̓σβεσεν*

(그는) 내놓았다

쌍수 ἐσβέσατον

(너희 둘은) 내놓았다

ἐσβεσάτην

(그 둘은) 내놓았다

복수 ἐσβέσαμεν

(우리는) 내놓았다

ἐσβέσατε

(너희는) 내놓았다

έ̓σβεσαν

(그들은) 내놓았다

접속법단수 σβέσω

(나는) 내놓았자

σβέσῃς

(너는) 내놓았자

σβέσῃ

(그는) 내놓았자

쌍수 σβέσητον

(너희 둘은) 내놓았자

σβέσητον

(그 둘은) 내놓았자

복수 σβέσωμεν

(우리는) 내놓았자

σβέσητε

(너희는) 내놓았자

σβέσωσιν*

(그들은) 내놓았자

기원법단수 σβέσαιμι

(나는) 내놓았기를 (바라다)

σβέσαις

(너는) 내놓았기를 (바라다)

σβέσαι

(그는) 내놓았기를 (바라다)

쌍수 σβέσαιτον

(너희 둘은) 내놓았기를 (바라다)

σβεσαίτην

(그 둘은) 내놓았기를 (바라다)

복수 σβέσαιμεν

(우리는) 내놓았기를 (바라다)

σβέσαιτε

(너희는) 내놓았기를 (바라다)

σβέσαιεν

(그들은) 내놓았기를 (바라다)

명령법단수 σβέσον

(너는) 내놓았어라

σβεσάτω

(그는) 내놓았어라

쌍수 σβέσατον

(너희 둘은) 내놓았어라

σβεσάτων

(그 둘은) 내놓았어라

복수 σβέσατε

(너희는) 내놓았어라

σβεσάντων

(그들은) 내놓았어라

부정사 σβέσαι

내놓았는 것

분사 남성여성중성
σβεσᾱς

σβεσαντος

σβεσᾱσα

σβεσᾱσης

σβεσαν

σβεσαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσβεσάμην

(나는) 내놓여졌다

ἐσβέσω

(너는) 내놓여졌다

ἐσβέσατο

(그는) 내놓여졌다

쌍수 ἐσβέσασθον

(너희 둘은) 내놓여졌다

ἐσβεσάσθην

(그 둘은) 내놓여졌다

복수 ἐσβεσάμεθα

(우리는) 내놓여졌다

ἐσβέσασθε

(너희는) 내놓여졌다

ἐσβέσαντο

(그들은) 내놓여졌다

접속법단수 σβέσωμαι

(나는) 내놓여졌자

σβέσῃ

(너는) 내놓여졌자

σβέσηται

(그는) 내놓여졌자

쌍수 σβέσησθον

(너희 둘은) 내놓여졌자

σβέσησθον

(그 둘은) 내놓여졌자

복수 σβεσώμεθα

(우리는) 내놓여졌자

σβέσησθε

(너희는) 내놓여졌자

σβέσωνται

(그들은) 내놓여졌자

기원법단수 σβεσαίμην

(나는) 내놓여졌기를 (바라다)

σβέσαιο

(너는) 내놓여졌기를 (바라다)

σβέσαιτο

(그는) 내놓여졌기를 (바라다)

쌍수 σβέσαισθον

(너희 둘은) 내놓여졌기를 (바라다)

σβεσαίσθην

(그 둘은) 내놓여졌기를 (바라다)

복수 σβεσαίμεθα

(우리는) 내놓여졌기를 (바라다)

σβέσαισθε

(너희는) 내놓여졌기를 (바라다)

σβέσαιντο

(그들은) 내놓여졌기를 (바라다)

명령법단수 σβέσαι

(너는) 내놓여졌어라

σβεσάσθω

(그는) 내놓여졌어라

쌍수 σβέσασθον

(너희 둘은) 내놓여졌어라

σβεσάσθων

(그 둘은) 내놓여졌어라

복수 σβέσασθε

(너희는) 내놓여졌어라

σβεσάσθων

(그들은) 내놓여졌어라

부정사 σβέσεσθαι

내놓여졌는 것

분사 남성여성중성
σβεσαμενος

σβεσαμενου

σβεσαμενη

σβεσαμενης

σβεσαμενον

σβεσαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσβέσθην

(나는) 내놓여졌다

ἐσβέσθης

(너는) 내놓여졌다

ἐσβέσθη

(그는) 내놓여졌다

쌍수 ἐσβέσθητον

(너희 둘은) 내놓여졌다

ἐσβεσθήτην

(그 둘은) 내놓여졌다

복수 ἐσβέσθημεν

(우리는) 내놓여졌다

ἐσβέσθητε

(너희는) 내놓여졌다

ἐσβέσθησαν

(그들은) 내놓여졌다

접속법단수 σβέσθω

(나는) 내놓여졌자

σβέσθῃς

(너는) 내놓여졌자

σβέσθῃ

(그는) 내놓여졌자

쌍수 σβέσθητον

(너희 둘은) 내놓여졌자

σβέσθητον

(그 둘은) 내놓여졌자

복수 σβέσθωμεν

(우리는) 내놓여졌자

σβέσθητε

(너희는) 내놓여졌자

σβέσθωσιν*

(그들은) 내놓여졌자

기원법단수 σβεσθείην

(나는) 내놓여졌기를 (바라다)

σβεσθείης

(너는) 내놓여졌기를 (바라다)

σβεσθείη

(그는) 내놓여졌기를 (바라다)

쌍수 σβεσθείητον

(너희 둘은) 내놓여졌기를 (바라다)

σβεσθειήτην

(그 둘은) 내놓여졌기를 (바라다)

복수 σβεσθείημεν

(우리는) 내놓여졌기를 (바라다)

σβεσθείητε

(너희는) 내놓여졌기를 (바라다)

σβεσθείησαν

(그들은) 내놓여졌기를 (바라다)

명령법단수 σβέσθητι

(너는) 내놓여졌어라

σβεσθήτω

(그는) 내놓여졌어라

쌍수 σβέσθητον

(너희 둘은) 내놓여졌어라

σβεσθήτων

(그 둘은) 내놓여졌어라

복수 σβέσθητε

(너희는) 내놓여졌어라

σβεσθέντων

(그들은) 내놓여졌어라

부정사 σβεσθῆναι

내놓여졌는 것

분사 남성여성중성
σβεσθεις

σβεσθεντος

σβεσθεισα

σβεσθεισης

σβεσθεν

σβεσθεντος

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓σβηκα

(나는) 내놓았다

έ̓σβηκας

(너는) 내놓았다

έ̓σβηκεν*

(그는) 내놓았다

쌍수 ἐσβήκατον

(너희 둘은) 내놓았다

ἐσβήκατον

(그 둘은) 내놓았다

복수 ἐσβήκαμεν

(우리는) 내놓았다

ἐσβήκατε

(너희는) 내놓았다

ἐσβήκᾱσιν*

(그들은) 내놓았다

접속법단수 ἐσβήκω

(나는) 내놓았자

ἐσβήκῃς

(너는) 내놓았자

ἐσβήκῃ

(그는) 내놓았자

쌍수 ἐσβήκητον

(너희 둘은) 내놓았자

ἐσβήκητον

(그 둘은) 내놓았자

복수 ἐσβήκωμεν

(우리는) 내놓았자

ἐσβήκητε

(너희는) 내놓았자

ἐσβήκωσιν*

(그들은) 내놓았자

기원법단수 ἐσβήκοιμι

(나는) 내놓았기를 (바라다)

ἐσβήκοις

(너는) 내놓았기를 (바라다)

ἐσβήκοι

(그는) 내놓았기를 (바라다)

쌍수 ἐσβήκοιτον

(너희 둘은) 내놓았기를 (바라다)

ἐσβηκοίτην

(그 둘은) 내놓았기를 (바라다)

복수 ἐσβήκοιμεν

(우리는) 내놓았기를 (바라다)

ἐσβήκοιτε

(너희는) 내놓았기를 (바라다)

ἐσβήκοιεν

(그들은) 내놓았기를 (바라다)

명령법단수 έ̓σβηκε

(너는) 내놓았어라

ἐσβηκέτω

(그는) 내놓았어라

쌍수 ἐσβήκετον

(너희 둘은) 내놓았어라

ἐσβηκέτων

(그 둘은) 내놓았어라

복수 ἐσβήκετε

(너희는) 내놓았어라

ἐσβηκόντων

(그들은) 내놓았어라

부정사 ἐσβηκέναι

내놓았는 것

분사 남성여성중성
ἐσβηκως

ἐσβηκοντος

ἐσβηκυῑα

ἐσβηκυῑᾱς

ἐσβηκον

ἐσβηκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓σβεσμαι

(나는) 내놓여졌다

έ̓σβεσαι

(너는) 내놓여졌다

έ̓σβεσται

(그는) 내놓여졌다

쌍수 έ̓σβεσθον

(너희 둘은) 내놓여졌다

έ̓σβεσθον

(그 둘은) 내놓여졌다

복수 ἐσβέσμεθα

(우리는) 내놓여졌다

έ̓σβεσθε

(너희는) 내놓여졌다

ἐσβέσαται

(그들은) 내놓여졌다

명령법단수 έ̓σβεσο

(너는) 내놓여졌어라

ἐσβέσθω

(그는) 내놓여졌어라

쌍수 έ̓σβεσθον

(너희 둘은) 내놓여졌어라

ἐσβέσθων

(그 둘은) 내놓여졌어라

복수 έ̓σβεσθε

(너희는) 내놓여졌어라

ἐσβέσθων

(그들은) 내놓여졌어라

부정사 έ̓σβεσθαι

내놓여졌는 것

분사 남성여성중성
ἐσβεσμενος

ἐσβεσμενου

ἐσβεσμενη

ἐσβεσμενης

ἐσβεσμενον

ἐσβεσμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐβοήθησεν αὐτῷ Ἀβεσσὰ υἱὸσ Σαρουί̈ασ καὶ ἐπάταξε τὸν ἀλλόφυλον καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν. τότε ὤμοσαν οἱ ἄνδρεσ Δαυὶδ λέγοντεσ. οὐκ ἐξελεύσῃ ἔτι μεθ’ ἡμῶν εἰσ πόλεμον καὶ οὐ μὴ σβέσῃσ τὸν λύχνον Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber II Samuelis 21:17)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 21:17)

  • ξ καὶ νῦν οὐκ ἱκανώθησαν ἐν πικρασμῷ δουλείασ ἡμῶν, ἀλλ̓ ἔθηκαν τὰσ χεῖρασ αὐτῶν ἐπὶ τὰσ χεῖρασ τῶν εἰδώλων αὐτῶν ἐξάραι ὁρισμὸν στόματόσ σου καὶ ἀφανίσαι κληρονομίαν σου καὶ ἐμφράξαι στόμα αἰνούντων σοι καὶ σβέσαι δόξαν οἴκου σου καὶ θυσιαστηρίου σου, (Septuagint, Liber Esther 4:30)

    (70인역 성경, 에스테르기 4:30)

  • ὑπερήφανον δὲ σβέσον, σῆψον δὲ ἀσεβεῖσ παραχρῆμα, (Septuagint, Liber Iob 40:12)

    (70인역 성경, 욥기 40:12)

  • ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην, καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν. ἐὰν δῷ ἀνὴρ πάντα τὸν βίον αὐτοῦ ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐξουδενώσει ἐξουδενώσουσιν αὐτόν. (Septuagint, Canticum Canticorum 8:7)

    (70인역 성경, 아가 8:7)

  • κάλαμον τεθλασμένον οὐ συντρίψει καὶ λίνον καπνιζόμενον οὐ σβέσει, ἀλλὰ εἰσ ἀλήθειαν ἐξοίσει κρίσιν. (Septuagint, Liber Isaiae 42:3)

    (70인역 성경, 이사야서 42:3)

유의어

  1. 내놓다

  2. 말리다

  3. 확인하다

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION