Ancient Greek-English Dictionary Language

ἔκλυσις

Third declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἔκλυσις ἔκλυσεως

Structure: ἐκλυσι (Stem) + ς (Ending)

Etym.: e)klu/w

Sense

  1. release or deliverance from
  2. feebleness, faintness

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀκολουθεῖ δὲ τῇ ἀκολασίᾳ ἀταξία, ἀναίδεια, ἀκοσμία, τρυφή, ῥᾳθυμία, ἀμέλεια, ὀλιγωρία, ἔκλυσισ. (Aristotle, Virtues and Vices 34:1)
  • Ἔστι δὲ ἡ τῆσ νούσου ἰδέη ἔκλυσισ τοῦ τόνου τῆσ φύσιοσ ἐπ’ αἰτίῃ ψύξι καὶ ὑγρότητι. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 107)
  • Ἢν δὲ ἐσ τὸ κάκιον ἐπιδιδῷ, καὶ στρόφοι μείζονεσ, λειποθυμίη , ἔκλυσισ μελέων, ἀπορίη, ἀποσιτίη · ἢν δὲ καί τι προσενέγ κωνται , πολλῷ Ῥοίζῳ ξὺν ναυτίῃ ἐσ ἔμετον διεκθέει ξανθὴ χολὴ κατακορέωσ καὶ τὰ διαχωρήματα ὅμοια· σπασμοὶ, ξυνολκαὶ μυῶν τῶν ἐν τῇ κνήμῃ καὶ βραχιόνων· δάκτυλοι καμπύλοι, σκοτόδινοσ , λὺγξ, ὄνυχεσ πελιδνοὶ, κατάψυξισ, ἄκρεα ψυχρὰ, καὶ τὸ ὅλον Ῥιγώδεεσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 123)
  • ξύνεστι δὲ αὐτέοισι, εἰ μὲν ἐπιεικὴσ εἱλεὸσ εἰή, πόνοσ ἑλισσόμενοσ, στομάχου πλάδοσ, ἔκλυσισ, μαλακίη, ἐρεύξιεσ κεναὶ καὶ οὐδὲν ὠφελοῦσαι, κοιλίη ὑποβορβορίζουσα φύσῃσι, ὁδοιπορίη μεσφὶ ἕδρησ, διέξοδοι δὲ ἀτελέεσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 136)
  • Ἢν οὖν ἄρξηται πάσχειν κινευμέ νησ ἄνω τῆσ ὑστέρησ, ὄκνοσ ἔργων πρήξιοσ, ἔκλυσισ, ἀτονίη, γουνάτων ἀκρασίη, σκοτόδινοσ , καὶ τὰ γυῖα λύονται, κεφαλῆσ πόνοσ, καρηβαρίη. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 236)

Synonyms

  1. release or deliverance from

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION