ἐκκαθαίρω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐκκαθαίρω
ἐκκαθαρῶ
형태분석:
ἐκ
(접두사)
+
καθαίρ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to cleanse out
- to clear out, he clears, to be purified
- to clear away
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- πολλάκισ δὲ λεγόμενα καὶ ἀεὶ ἀκουόμενα καὶ πολλὰ ἔτη, μόγισ ὥσπερ χρυσὸσ ἐκκαθαίρεται μετὰ πολλῆσ πραγματείασ. (Plato, Epistles, Letter 2 27:3)
(플라톤, Epistles, Letter 2 27:3)
- τὸ δ’ ὀπτηθέν, ὡσ ἄν τισ εἴποι, καὶ συγκαυθὲν τῆσ τροφῆσ, εἰή δ’ ἂν τοῦτο τὸ θερμότατον ἐν αὐτῇ καὶ γλυκύτατον, οἱο͂ν τό τε μέλι καὶ ἡ πιμελή, ξανθὴ γενόμενον χολὴ διὰ τῶν χοληδόχων ὀνομαζομένων ἀγγείων ἐκκαθαίρεται. (Galen, On the Natural Faculties., B, section 971)
(갈레노스, On the Natural Faculties., B, section 971)
- Καὶ ὁκάσοσι μὲν παιδίοισιν ἐοῦσιν ἐξανθέει ἕλκεα ἐσ τὴν κεφαλὴν καὶ ἐσ τὰ οὐάτα καὶ ἐσ τὸν ἄλλον χρῶτα, καὶ σιαλώδεα γίνεται καὶ μυξόῤῬοα, ταῦτα μὲν Ῥήϊστα διάγει προϊούσησ τῆσ ἡλικίησ‧ ἐνταῦθα γὰρ ἀφίει καὶ ἐκκαθαίρεται τὸ φλέγμα, ὃ ἐχρῆν ἐν τῇ μήτρῃ καθαρθῆναι‧ καὶ τὰ οὕτω καθαρθέντα οὐκ ἐπίληπτα γίνεται ταύτῃ τῇ νούσῳ ὡσ ἐπὶ τὸ πουλύ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 5.4)
(히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 5.4)
- τὸ δ’ ἔστιν οὐ πάνυ φαῦλον ἀλλὰ χαλεπὸν πιστεῦσαι ὅτι ἐν τούτοισ τοῖσ μαθήμασιν ἑκάστου ὄργανόν τι ψυχῆσ ἐκκαθαίρεταί τε καὶ ἀναζωπυρεῖται ἀπολλύμενον καὶ τυφλούμενον ὑπὸ τῶν ἄλλων ἐπιτηδευμάτων, κρεῖττον ὂν σωθῆναι μυρίων ὀμμάτων· (Plato, Republic, book 7 282:2)
(플라톤, Republic, book 7 282:2)
유의어
-
to cleanse out
- ἀποφαιδρύνω (to cleanse off)
- φοιβάω (닦아내다, 씻다, 깨끗하게 하다)
- λούω (닦아내다, 씻다, 깨끗하게 하다)
- νίζω (닦아내다, 씻다, 깨끗하게 하다)
- κλύζω (to put water, and so cleanse)
- καθαίρω (닦아내다, 씻다, 깨끗하게 하다)
- ἀπορρύπτω (to cleanse thoroughly, to cleanse oneself)
-
to clear out
-
to clear away
- σοβέω (쫓아내다, 몰아내다, 추방하다)
- ἀνακαθαίρω (쓸다, 분명하다, 명백하다)
- ἀπαιθριάζω (to clear away, from the sky)
- αἰθριάω (분명하다, 명백하다)
- ἀποκαθαίρω (to clear away, to rid oneself of)
- ἀποκοσμέω (to restore order by clearing away, to clear away)
- ἀποσαφέω (밝히다, 명백하게 하다)
- δηλοποιέω (밝히다, 명백하게 하다)
- ἐκφαιδρύνω (to make quite bright, clear away)