εἰσπηδάω
α 축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
εἰσπηδάω
εἰσπηδήσομαι
형태분석:
εἰς
(접두사)
+
πηδά
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to leap into
- to burst in upon
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- Αἰγυπτίου δέ τινοσ ἀνθρωπίσκου περὶ τὸν χρόνον τοῦτον εἰσκωμάσαντοσ εἰσ τὴν πόλιν καὶ τῶν τε βουλευτῶν ἔστιν οὓσ διαφθείραντοσ καί τισι τῶν πολλῶν καὶ ἰδιωτῶν δόξαν παραστήσαντοσ ὅτι καὶ πολιτεύσοιτο καὶ φιλοτιμίασ θαυμαστὰσ οἱάσ φιλοτιμήσοιτο ἀπὸ χρημάτων, εἰσ τὸ θέατρον εἰσπηδῶντοσ ὅπωσ τύχοι, καὶ τοιαύτησ αἰσχύνησ κατεχούσησ τὴν πόλιν, ᾔδειν μὲν οὐδ’ ὁτιοῦν τούτων ἐγὼ ἀλλ’ ἢ ὀψέ ποτε ἤκουσα, ἅτε καὶ κατ’ οἰκίαν τὰσ συνουσίασ πρὸσ τοὺσ ἐπιτηδείουσ ποιούμενοσ. (Aristides, Aelius, Orationes, 7:8)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 7:8)
유의어
-
to leap into
- ἀναί̈σσω (to leap up into)
- εἰσθρώσκω (to leap into or in)
- ἀποπηδάω (to leap off from)
- ἀποθρώσκω (to leap off from)
- ἐκθρώσκω (튀어나가다, 갑자기 나타나다)
- ἐκπηδάω (튀어나가다, 갑자기 나타나다)
- εἰσάλλομαι (to spring or rush into, to leap into)
- ἐμπηδάω (세게 물다, 물어채다, 덥석 물다)
- συνάλλομαι (to leap together)
- ὑπερπηδάω (to leap over)
- ἐπαναπηδάω (뛰어오르다, 튀어 들어가다)
- ἐπεισπηδάω (to leap in upon)
- ἐπενθρώσκω (뛰어오르다, 튀어 들어가다)
- ἐπιθρώσκω (도약하다, 뛰다, 뛰어오르다)
- παρασκιρτάω (뛰어오르다, 튀어 들어가다)
- ἐνορούω (to leap in or upon)
- ἐνάλλομαι (to leap in or upon)
- περισκιρτάω (to leap round)
- ἐκκαταπάλλομαι (to leap down from)
- καταπηδάω (to leap down)
- καταθρώσκω (to leap down, to leap down)
- ἀναπηδάω (to leap back)
- ἐξορούω (to leap forth)
- εἰσαναβαίνω (to go up to or into)
- εἰσάνειμι (to go up into)
- εἰσέρπω (들어가다, 입장하다)
- εἰσνέομαι (들어가다, 입장하다)
-
to burst in upon
파생어
- ἀναπηδάω (솟구치다, 뛰어오르다, 서두르다)
- ἀποπηδάω (외면하다)
- διαπηδάω (뛰어넘다, 뛰어서 건너다)
- ἐκπηδάω (튀어나가다, 갑자기 나타나다, )
- ἐμπηδάω ( , 세게 물다, 물어채다)
- ἐπαναπηδάω (뛰어오르다, 튀어 들어가다)
- ἐπεμπηδάω (to trample upon)
- ἐπιπηδάω (공격하다, 습격하다, 기습하다)
- καταπηδάω (to leap down)
- μεταπηδάω (to leap from one place to another, jump about)
- παραπηδάω (위반하다, 어기다, 죄를 짓다)
- περιπηδάω (to leap round or upon)
- πηδάω (도약하다, 잡다, 뛰다)
- προπηδάω (to spring before, to spring forward from)
- ὑπερπηδάω (위반하다, 어기다, 죄를 짓다)