ἔφαλος
First/Second declension Adjective;
Transliteration:
Principal Part:
ἔφαλος
ἔφαλον
Structure:
ἐφαλ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- οἳ δ’ Εὔβοιαν ἔχον μένεα πνείοντεσ Ἄβαντεσ Χαλκίδα τ’ Εἰρέτριάν τε πολυστάφυλόν θ’ Ἱστίαιαν Κήρινθόν τ’ ἔφαλον Δίου τ’ αἰπὺ πτολίεθρον, οἵ τε Κάρυστον ἔχον ἠδ’ οἳ Στύρα ναιετάασκον, τῶν αὖθ’ ἡγεμόνευ’ Ἐλεφήνωρ ὄζοσ Ἄρηοσ Χαλκωδοντιάδησ μεγαθύμων ἀρχὸσ Ἀβάντων. (Homer, Iliad, Book 2 47:1)
- οἳ δ’ εἶχον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν, Φᾶρίν τε Σπάρτην τε πολυτρήρωνά τε Μέσσην, Βρυσειάσ τ’ ἐνέμοντο καὶ Αὐγειὰσ ἐρατεινάσ, οἵ τ’ ἄρ’ Ἀμύκλασ εἶχον Ἕλοσ τ’ ἔφαλον πτολίεθρον, οἵ τε Λάαν εἶχον ἠδ’ Οἴτυλον ἀμφενέμοντο, τῶν οἱ ἀδελφεὸσ ἦρχε βοὴν ἀγαθὸσ Μενέλαοσ ἑξήκοντα νεῶν· (Homer, Iliad, Book 2 54:1)
- οἵ τ’ ἄρ’ Ἀμύκλασ εἶχον Ἕλοσ τ’ ἔφαλον πτολίεθρον. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 20 9:2)
- Ἕλοσ δ’ οἱ μὲν περὶ τὸν Ἀλφειὸν χώραν τινά φασιν, οἱ δὲ καὶ πόλιν, ὡσ τὴν Λακωνικήν Ἕλοσ τ’ ἔφαλον πτολίεθρον. (Strabo, Geography, Book 8, chapter 3 50:7)
- πρότερον δ’ ἦν πόλισ, καθάπερ καὶ Ὅμηρόσ φησιν οἵ τ’ ἄρ’ Ἀμύκλασ εἶχον Ἕλοσ τ’ ἔφαλον πτολίεθρον κτίσμα δ’ Ἑλίου φασὶ τοῦ Περσέωσ. (Strabo, Geography, Book 8, chapter 5 4:7)
Synonyms
-
on the sea
- ἅλιος (of the sea, sea)
- παράλιος (by the sea)
- πόντιος (of the sea, sea)
- ἐνάλιος (in, on, of the sea)
- πόντιος (by the sea)
- πόντιος (in the sea)
- ὑπερπόντιος (over the sea)
- πόντιος (from the sea, into the sea)
- θαλάσσιος (of, in, on)
- ἁλίζωος (living on or in the sea)
- πελάγιος (of the sea, living in the sea)
- μετάρσιος (on the high sea, out at sea)
- ναυμάχος (fighting at sea)
- Ἁλοσύδνη (Sea-born)
- ἁλίπλοος (sailing on the sea)
- πελάγιος (out at sea, on the open sea)
- ἁλιμυρής (sea-flowing)
- θαλάσσιος (sea-going)
- διαπόντιος (beyond sea)
- ἀρχιθάλασσος (ruling the sea)
- ἁλιπλανής (sea-wandering)
- ἁλίβρεκτος (washed by the sea)
- ἁλίρρυτος (washed by the sea)
- ἁλίκλυστος (sea-washed)
- ἁλιτέρμων (bounded by the sea)
- ἁλίξαντος (worn by the sea)
- εἰναλίφοιτος (roaming the sea)
- ἁλίπλαγκτος (roaming the sea)
- ἁλίκτυπος (roaring on the sea)
- ἁλουργής (sea-purple )
- ἁλίρροθος (of the raging sea)
- ἁλίκτυπος (groaning at sea)
- ἁλίπληκτος (sea-beaten)
- θαλασσόπληκτος (sea-beaten)
- ἁλινήκτειρα (swimming in the sea)
- ἁλινηχής (swimming in the sea)
- ἁλιήρης (sweeping the sea)
- δυσιθάλασσος (dipped in the sea)