헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δυσάρεστος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δυσάρεστος δυσάρεστον

형태분석: δυσαρεστ (어간) + ος (어미)

  1. 뚱한, 언짢은, 시무룩한, 슬픈, 침울한, 우울한
  2. 득표수가 같은
  1. hard to appease, implacable, ill to please, peevish, morose
  2. illpleased, with, displeasure

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 δυσάρεστος

뚱한 (이)가

δυσάρεστον

뚱한 (것)가

속격 δυσαρέστου

뚱한 (이)의

δυσαρέστου

뚱한 (것)의

여격 δυσαρέστῳ

뚱한 (이)에게

δυσαρέστῳ

뚱한 (것)에게

대격 δυσάρεστον

뚱한 (이)를

δυσάρεστον

뚱한 (것)를

호격 δυσάρεστε

뚱한 (이)야

δυσάρεστον

뚱한 (것)야

쌍수주/대/호 δυσαρέστω

뚱한 (이)들이

δυσαρέστω

뚱한 (것)들이

속/여 δυσαρέστοιν

뚱한 (이)들의

δυσαρέστοιν

뚱한 (것)들의

복수주격 δυσάρεστοι

뚱한 (이)들이

δυσάρεστα

뚱한 (것)들이

속격 δυσαρέστων

뚱한 (이)들의

δυσαρέστων

뚱한 (것)들의

여격 δυσαρέστοις

뚱한 (이)들에게

δυσαρέστοις

뚱한 (것)들에게

대격 δυσαρέστους

뚱한 (이)들을

δυσάρεστα

뚱한 (것)들을

호격 δυσάρεστοι

뚱한 (이)들아

δυσάρεστα

뚱한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐδὲ γὰρ ἅτεροσ λόγοσ ἔχει τι φαῦλον, ὃν περὶ Λυκούργου καὶ Νομᾶ καὶ τοιούτων ἄλλων ἀνδρῶν λέγουσιν, ὡσ δυσκάθεκτα καὶ δυσάρεστα πλήθη χειρούμενοι καὶ μεγάλασ σ ἐπιφέροντεσ ταῖσ πολιτείαισ καινοτομίασ, προσεποιήσαντο τὴν ἀπὸ τοῦ θεοῦ δόξαν, αὐτοῖσ ἐκείνοισ πρὸσ οὓσ ἐσχηματίζοντο σωτήριον οὖσαν. (Plutarch, Numa, chapter 4 8:2)

    (플루타르코스, Numa, chapter 4 8:2)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION