- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δίχα?

부사; 자동번역 로마알파벳 전사: dicha 고전 발음: [디카] 신약 발음: [디카]

기본형: δίχα

어원: δίς

  1. 달리, 따로
  1. in two, asunder, apart
  2. in doubt
  3. differently, oppositely

예문

  • γενέσθαι δίχα τυραννίδα καὶ ἐξ Ἐφραὶμ ἄρξαι βασιλείαν ἀπειθῆ. (Septuagint, Liber Sirach 47:21)

    (70인역 성경, Liber Sirach 47:21)

  • δέκατον γὰρ ἤδη τοῦτο πρὸς πέμπτῳ φάει, ἐξ οὗ ζόφῳ σύγκλειστος ἡλίου δίχα εὐναῖς ἐν ἀστρώτοισι τείρομαι δέμας. (Lucian, 13)

    (루키아노스, 13)

  • δείξω δ ἐγώ σοι χῶρον, ἔνθα χρὴ στρατὸν τὸν σὸν νυχεῦσαι τοῦ τεταγμένου δίχα. (Euripides, Rhesus, episode, iambic 2:20)

    (에우리피데스, Rhesus, episode, iambic 2:20)

  • δίχα διαιρουμένου τοῦ παντὸς μετώπου ἔστε ἐπὶ τὸ πᾶν βάθος. (Arrian, chapter 8 7:1)

    (아리아노스, chapter 8 7:1)

  • ἔνθεν δὴ τούτους μάλιστα τοὺς ἀριθμοὺς ἐπελέξαντο οἱ δεινοὶ ἀμφὶ ταῦτα, ὅσοι ἀριθμοὶ μέχρι μονάδος οἱοί῀ τε δίχα διαιρεῖσθαι, ὁποία ἐστὶν ἡ τῶν μυρίων καὶ ἑξακισχιλίων καὶ τριακοσίων καὶ ἐπὶ τούτοις τεσσάρων καὶ ὀγδοήκοντα τάξις εἰ τύχοι οὖσα ὁπλιτική: (Arrian, chapter 9 8:1)

    (아리아노스, chapter 9 8:1)

유의어

  1. in two

  2. 달리

관련어

명사

형용사

동사

부사

전치사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION