Ancient Greek-English Dictionary Language

διοικοδομέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διοικοδομέω

Structure: δι (Prefix) + οἰκοδομέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to build across, wall off
  2. to barricade

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διοικοδομῶ διοικοδομεῖς διοικοδομεῖ
Dual διοικοδομεῖτον διοικοδομεῖτον
Plural διοικοδομοῦμεν διοικοδομεῖτε διοικοδομοῦσιν*
SubjunctiveSingular διοικοδομῶ διοικοδομῇς διοικοδομῇ
Dual διοικοδομῆτον διοικοδομῆτον
Plural διοικοδομῶμεν διοικοδομῆτε διοικοδομῶσιν*
OptativeSingular διοικοδομοῖμι διοικοδομοῖς διοικοδομοῖ
Dual διοικοδομοῖτον διοικοδομοίτην
Plural διοικοδομοῖμεν διοικοδομοῖτε διοικοδομοῖεν
ImperativeSingular διοικοδόμει διοικοδομείτω
Dual διοικοδομεῖτον διοικοδομείτων
Plural διοικοδομεῖτε διοικοδομούντων, διοικοδομείτωσαν
Infinitive διοικοδομεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
διοικοδομων διοικοδομουντος διοικοδομουσα διοικοδομουσης διοικοδομουν διοικοδομουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διοικοδομοῦμαι διοικοδομεῖ, διοικοδομῇ διοικοδομεῖται
Dual διοικοδομεῖσθον διοικοδομεῖσθον
Plural διοικοδομούμεθα διοικοδομεῖσθε διοικοδομοῦνται
SubjunctiveSingular διοικοδομῶμαι διοικοδομῇ διοικοδομῆται
Dual διοικοδομῆσθον διοικοδομῆσθον
Plural διοικοδομώμεθα διοικοδομῆσθε διοικοδομῶνται
OptativeSingular διοικοδομοίμην διοικοδομοῖο διοικοδομοῖτο
Dual διοικοδομοῖσθον διοικοδομοίσθην
Plural διοικοδομοίμεθα διοικοδομοῖσθε διοικοδομοῖντο
ImperativeSingular διοικοδομοῦ διοικοδομείσθω
Dual διοικοδομεῖσθον διοικοδομείσθων
Plural διοικοδομεῖσθε διοικοδομείσθων, διοικοδομείσθωσαν
Infinitive διοικοδομεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διοικοδομουμενος διοικοδομουμενου διοικοδομουμενη διοικοδομουμενης διοικοδομουμενον διοικοδομουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • κατὰ δὲ τὸ πεπτωκὸσ τεῖχοσ ἀναβάντων τῶν Ἰβήρων, αἱ μὲν ἐπὶ τῶν οἰκιῶν οὖσαι γυναῖκεσ ἀνεβόησαν, οἱ δὲ Σελινούντιοι νομίζοντεσ ἁλίσκεσθαι τὴν πόλιν κατεπλάγησαν, καὶ τὰ τείχη λιπόντεσ κατὰ τὰσ εἰσβολὰσ τῶν στενωπῶν ἀθρόοι συνίσταντο, καὶ τὰσ μὲν ὁδοὺσ διοικοδομεῖν ἐνεχείρησαν, τοὺσ δὲ πολεμίουσ ἐπὶ πολὺν χρόνον ἠμύνοντο. (Diodorus Siculus, Library, book xiii, chapter 56 6:1)

Synonyms

  1. to build across

  2. to barricade

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION