고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: δικανικός δικανική δικανικόν
Structure: δικανικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | δικανικός | δικανική | δικανικόν |
Genitive | δικανικοῦ | δικανικῆς | δικανικοῦ | |
Dative | δικανικῷ | δικανικῇ | δικανικῷ | |
Accusative | δικανικόν | δικανικήν | δικανικόν | |
Vocative | δικανικέ | δικανική | δικανικόν | |
Dual | N/A/V | δικανικώ | δικανικᾱ́ | δικανικώ |
G/D | δικανικοῖν | δικανικαῖν | δικανικοῖν | |
Plural | Nominative | δικανικοί | δικανικαί | δικανικά |
Genitive | δικανικῶν | δικανικῶν | δικανικῶν | |
Dative | δικανικοῖς | δικανικαῖς | δικανικοῖς | |
Accusative | δικανικούς | δικανικᾱ́ς | δικανικά | |
Vocative | δικανικοί | δικανικαί | δικανικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | δικανικός δικανικοῦ | δικανικώτερος δικανικωτεροῦ | δικανικώτατος δικανικωτατοῦ |
Adverb | δικανικώς | δικανικώτερον | δικανικώτατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기