Ancient Greek-English Dictionary Language

δικανικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δικανικός δικανική δικανικόν

Structure: δικανικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. skilled in law, versed in pleading, lawyer-like
  2. belonging to trials, judicial, like a lawyer's speech, tedious

Examples

  • γένουσ μὲν δὴ λόγων ἑνὸσ ἀσκητὴσ ἐγένετο τοῦ δικανικοῦ καὶ περὶ τοῦτο μάλιστα ἐσπούδασε. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 22)
  • πέρα τοῦ δικανικοῦ τρόπου καὶ ἡ σύνθεσισ ἔχει τι τοῦ ποιητικοῦ τό τε σχῆμα τῆσ λέξεωσ ἐκ τῶν ἐπιδεικτικῶν εἴληπται παρισώσεων καὶ παρομοιώσεων. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 2010)
  • οἱ δὲ συμβουλευτικοὶ τοῦ δικανικοῦ τῇ μὲν φύσει βραχύτεροί εἰσι, καίτοι εἰσὶ μὲν καὶ οἱ συμβουλευτικοὶ ὡσπερεὶ μακρότεροι τῶν δικανικῶν, οἱ δὲ δικανικοὶ τῶν ὁμοειδῶν, οἱ δ’ ἐγγὺσ πλήθει· (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 8:3)
  • δέχεται δ’ ὁ πολιτικὸσ λόγοσ δικανικοῦ μᾶλλον καὶ γνωμολογίασ καὶ ἱστορίασ καὶ μύθουσ καὶ μεταφοράσ, αἷσ μάλιστα κινοῦσιν οἱ χρώμενοι μετρίωσ καὶ κατὰ καιρόν· (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 6 5:2)
  • διήγησισ γάρ που τοῦ δικανικοῦ μόνου λόγου ἐστίν, ἐπιδεικτικοῦ δὲ καὶ δημηγορικοῦ πῶσ ἐνδέχεται εἶναι διήγησιν οἱάν λέγουσιν, ἢ τὰ πρὸσ τὸν ἀντίδικον, ἢ ἐπίλογον τῶν ἀποδεικτικῶν; (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 13 3:2)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION