Ancient Greek-English Dictionary Language

δικανικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δικανικός δικανική δικανικόν

Structure: δικανικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. skilled in law, versed in pleading, lawyer-like
  2. belonging to trials, judicial, like a lawyer's speech, tedious

Examples

  • σὺ δὲ ‐ στωμύλοσ γὰρ εἶ καὶ δικανικὸσ ‐ ἀπολόγησαι ὑπὲρ αὐτοῦ ὡσ δικαίαν τὴν ψῆφον ἔθετο, ἀνεσταυρῶσθαί με πλησίον τῶν Κασπίων τούτων πυλῶν ἐπὶ τοῦ Καυκάσου, οἴκτιστον θέαμα πᾶσι Σκύθαισ. (Lucian, Prometheus, (no name) 4:3)
  • δικανικὸσ μὲν οὖν λόγοσ εἷσ ἐστι Πλάτωνι, Σωκράτουσ ἀπολογία, δικαστηρίου μὲν ἢ ἀγορᾶσ οὐδὲ θύρασ ἰδών, κατ’ ἄλλην δέ τινα βούλησιν γεγραμμένοσ, οὔτ’ ἐν λόγοισ τόπον ἔχων οὔτ’ ἐν διαλόγοισ. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 23 3:3)
  • τραπείσ, ὥσπερ τινέσ φασι τῶν γοῦν πρὸ αὐτοῦ γενομένων οὐδενὸσ φέρεται δικανικὸσ λόγοσ, ἀλλ’ οὐδὲ τῶν κατ’ αὐτόν, διὰ τὸ μηδέπω ἐν ἔθει τοῦ συγγράφειν εἶναι, οὐ Θεμιστοκλέουσ οὐκ Ἀριστείδου οὐ Περικλέουσ, καίτοι πολλὰσ ἀφορμὰσ καὶ ἀνάγκασ παρασχόντων αὐτοῖσ τῶν καιρῶν καὶ γὰρ οὐ δι’ ἀσθένειαν ἀπελείποντο τοῦ συγγράφειν, ὡσ δῆλον ἐκ τῶν εἰρημένων παρὰ τοῖσ συγγραφεῦσι περὶ ἑνὸσ Χ ορατορυμ Ωιταε. (Plutarch, Vitae decem oratorum, , section 1 4:1)
  • "ὁμιλητικὸσ γὰρ οὐδὲν ἧττον ἢ δικανικὸσ ὁ ῥήτωρ καὶ συμβουλευτικόσ· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 2:9)
  • " δηλαδὴ γὰρ ἦν τὸ πλέον δικανικὸσ ἢ ἐμφιλόσοφοσ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. e'. SWKRATHS 23:8)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION