Ancient Greek-English Dictionary Language

δικανικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δικανικός δικανική δικανικόν

Structure: δικανικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. skilled in law, versed in pleading, lawyer-like
  2. belonging to trials, judicial, like a lawyer's speech, tedious

Examples

  • διὰ γὰρ τοῦτο τῆσ αὐτῆσ οὔσησ μεθόδου περὶ τὰ δημηγορικὰ καὶ δικανικά, καὶ καλλίονοσ καὶ πολιτικωτέρασ τῆσ δημηγορικῆσ πραγματείασ οὔσησ ἢ τῆσ περὶ τὰ συναλλάγματα, περὶ μὲν ἐκείνησ οὐδὲν λέγουσι, περὶ δὲ τοῦ δικάζεσθαι πάντεσ πειρῶνται τεχνολογεῖν, ὅτι ἧττόν ἐστι πρὸ ἔργου τὰ ἔξω τοῦ πράγματοσ λέγειν ἐν τοῖσ δημηγορικοῖσ καὶ ἧττόν ἐστι κακοῦργον ἡ δημηγορία δικολογίασ, ὅτι κοινότερον. (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 1 10:1)
  • ἐρῶ δὲ ὑμῖν φορτικὰ μὲν καὶ δικανικά, ἀληθῆ δέ. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 151:3)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION