Ancient Greek-English Dictionary Language

διαρτάω

α-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαρτάω διαρτήσω

Structure: δι (Prefix) + ἀρτά (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to suspend, interrupt
  2. to separate

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διάρτω διάρτᾳς διάρτᾳ
Dual διάρτᾱτον διάρτᾱτον
Plural διάρτωμεν διάρτᾱτε διάρτωσιν*
SubjunctiveSingular διάρτω διάρτῃς διάρτῃ
Dual διάρτητον διάρτητον
Plural διάρτωμεν διάρτητε διάρτωσιν*
OptativeSingular διάρτῳμι διάρτῳς διάρτῳ
Dual διάρτῳτον διαρτῷτην
Plural διάρτῳμεν διάρτῳτε διάρτῳεν
ImperativeSingular διᾶρτᾱ διαρτᾶτω
Dual διάρτᾱτον διαρτᾶτων
Plural διάρτᾱτε διαρτῶντων, διαρτᾶτωσαν
Infinitive διάρτᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαρτων διαρτωντος διαρτωσα διαρτωσης διαρτων διαρτωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διάρτωμαι διάρτᾳ διάρτᾱται
Dual διάρτᾱσθον διάρτᾱσθον
Plural διαρτῶμεθα διάρτᾱσθε διάρτωνται
SubjunctiveSingular διάρτωμαι διάρτῃ διάρτηται
Dual διάρτησθον διάρτησθον
Plural διαρτώμεθα διάρτησθε διάρτωνται
OptativeSingular διαρτῷμην διάρτῳο διάρτῳτο
Dual διάρτῳσθον διαρτῷσθην
Plural διαρτῷμεθα διάρτῳσθε διάρτῳντο
ImperativeSingular διάρτω διαρτᾶσθω
Dual διάρτᾱσθον διαρτᾶσθων
Plural διάρτᾱσθε διαρτᾶσθων, διαρτᾶσθωσαν
Infinitive διάρτᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαρτωμενος διαρτωμενου διαρτωμενη διαρτωμενης διαρτωμενον διαρτωμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to suspend

  2. to separate

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION