헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαπρύσιος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαπρύσιος διαπρύσιᾱ διαπρύσιον

형태분석: διαπρυσι (어간) + ος (어미)

어원: diapera/w

  1. 꿰뚫는, 관통하는
  2. 꿰뚫는, 관통하는
  3. 명백한, 분명한
  1. going through, piercing, running far into
  2. piercing, thrilling, piercing
  3. manifest

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 διαπρύσιος

꿰뚫는 (이)가

διαπρυσίᾱ

꿰뚫는 (이)가

διαπρύσιον

꿰뚫는 (것)가

속격 διαπρυσίου

꿰뚫는 (이)의

διαπρυσίᾱς

꿰뚫는 (이)의

διαπρυσίου

꿰뚫는 (것)의

여격 διαπρυσίῳ

꿰뚫는 (이)에게

διαπρυσίᾱͅ

꿰뚫는 (이)에게

διαπρυσίῳ

꿰뚫는 (것)에게

대격 διαπρύσιον

꿰뚫는 (이)를

διαπρυσίᾱν

꿰뚫는 (이)를

διαπρύσιον

꿰뚫는 (것)를

호격 διαπρύσιε

꿰뚫는 (이)야

διαπρυσίᾱ

꿰뚫는 (이)야

διαπρύσιον

꿰뚫는 (것)야

쌍수주/대/호 διαπρυσίω

꿰뚫는 (이)들이

διαπρυσίᾱ

꿰뚫는 (이)들이

διαπρυσίω

꿰뚫는 (것)들이

속/여 διαπρυσίοιν

꿰뚫는 (이)들의

διαπρυσίαιν

꿰뚫는 (이)들의

διαπρυσίοιν

꿰뚫는 (것)들의

복수주격 διαπρύσιοι

꿰뚫는 (이)들이

διαπρύσιαι

꿰뚫는 (이)들이

διαπρύσια

꿰뚫는 (것)들이

속격 διαπρυσίων

꿰뚫는 (이)들의

διαπρυσιῶν

꿰뚫는 (이)들의

διαπρυσίων

꿰뚫는 (것)들의

여격 διαπρυσίοις

꿰뚫는 (이)들에게

διαπρυσίαις

꿰뚫는 (이)들에게

διαπρυσίοις

꿰뚫는 (것)들에게

대격 διαπρυσίους

꿰뚫는 (이)들을

διαπρυσίᾱς

꿰뚫는 (이)들을

διαπρύσια

꿰뚫는 (것)들을

호격 διαπρύσιοι

꿰뚫는 (이)들아

διαπρύσιαι

꿰뚫는 (이)들아

διαπρύσια

꿰뚫는 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Νεοπτόλεμοσ δ’ Ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ, βουβόται τόθι πρῶνεσ ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸσ Ιὄνιον πόρον. (Pindar, Odes, nemean odes, nemean 4 15:3)

    (핀다르, Odes, nemean odes, nemean 4 15:3)

유의어

  1. 꿰뚫는

  2. 명백한

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION