- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διανοητικός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: dianoētikos 고전 발음: [디아노에:띠꼬] 신약 발음: [디아노에띠꼬]

기본형: διανοητικός διανοητική διανοητικόν

형태분석: διανοητικ (어간) + ος (어미)

어원: from διανοέομαι

  1. 지적
  1. of or for thinking, intellectual

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 διανοητικός

지적 (이)가

διανοητική

지적 (이)가

διανοητικόν

지적 (것)가

속격 διανοητικοῦ

지적 (이)의

διανοητικῆς

지적 (이)의

διανοητικοῦ

지적 (것)의

여격 διανοητικῷ

지적 (이)에게

διανοητικῇ

지적 (이)에게

διανοητικῷ

지적 (것)에게

대격 διανοητικόν

지적 (이)를

διανοητικήν

지적 (이)를

διανοητικόν

지적 (것)를

호격 διανοητικέ

지적 (이)야

διανοητική

지적 (이)야

διανοητικόν

지적 (것)야

쌍수주/대/호 διανοητικώ

지적 (이)들이

διανοητικά

지적 (이)들이

διανοητικώ

지적 (것)들이

속/여 διανοητικοῖν

지적 (이)들의

διανοητικαῖν

지적 (이)들의

διανοητικοῖν

지적 (것)들의

복수주격 διανοητικοί

지적 (이)들이

διανοητικαί

지적 (이)들이

διανοητικά

지적 (것)들이

속격 διανοητικῶν

지적 (이)들의

διανοητικῶν

지적 (이)들의

διανοητικῶν

지적 (것)들의

여격 διανοητικοῖς

지적 (이)들에게

διανοητικαῖς

지적 (이)들에게

διανοητικοῖς

지적 (것)들에게

대격 διανοητικούς

지적 (이)들을

διανοητικάς

지적 (이)들을

διανοητικά

지적 (것)들을

호격 διανοητικοί

지적 (이)들아

διανοητικαί

지적 (이)들아

διανοητικά

지적 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀκουστέον ὅτι, τῶν περὶ τὸ σῶμα τῆς ψυχῆς δυνάμεων πλειόνων οὐσῶν, ἡ διαλογιστικὴ καὶ διανοητικὴ μάλιστα τοῦ θείου κεκοινώνηκεν, ἣν τῶν θείων καὶ οὐρανίων ἔφησεν· (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 6, section 1 2:1)

    (플루타르코스, Platonicae quaestiones, chapter 6, section 1 2:1)

  • ἀρετῆς δ εἴδη δύο, ἡ μὲν ἠθικὴ ἡ δὲ διανοητική. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 34:1)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 2 34:1)

  • διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς δὲ ἠθικῆς, ἡ μὲν διανοητικὴ τὸ πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχει καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν, διόπερ ἐμπειρίας δεῖται καὶ χρόνου, ἡ δ ἠθικὴ ἐξ ἔθους περιγίνεται, ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔσχηκε μικρὸν παρεκκλῖνον ἀπὸ τοῦ ἔθους. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 2, book 2 1:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 2, book 2 1:1)

  • διὸ ἢ ὀρεκτικὸς νοῦς ἡ προαίρεσις ἢ ὄρεξις διανοητική, καὶ ἡ τοιαύτη ἀρχὴ ἄνθρωπος. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 6 17:4)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 6 17:4)

  • τῶν δ αὖ κινήσεων ἡ ἐν ἑαυτῷ ὑφ αὑτοῦ ἀρίστη κίνησις - μάλιστα γὰρ τῇ διανοητικῇ καὶ τῇ τοῦ παντὸς κινήσει συγγενής - ἡ δὲ ὑπ ἄλλου χείρων: (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 470:1)

    (플라톤, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 470:1)

유의어

  1. 지적

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION