호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기
기본형: διαμερίζω διαμεριῶ
형태분석: δια (접두사) + μερίζ (어간) + ω (인칭어미)
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διαμερίζω (나는) 분배한다 |
διαμερίζεις (너는) 분배한다 |
διαμερίζει (그는) 분배한다 |
쌍수 | διαμερίζετον (너희 둘은) 분배한다 |
διαμερίζετον (그 둘은) 분배한다 |
||
복수 | διαμερίζομεν (우리는) 분배한다 |
διαμερίζετε (너희는) 분배한다 |
διαμερίζουσι(ν) (그들은) 분배한다 |
|
접속법 | 단수 | διαμερίζω (나는) 분배하자 |
διαμερίζῃς (너는) 분배하자 |
διαμερίζῃ (그는) 분배하자 |
쌍수 | διαμερίζητον (너희 둘은) 분배하자 |
διαμερίζητον (그 둘은) 분배하자 |
||
복수 | διαμερίζωμεν (우리는) 분배하자 |
διαμερίζητε (너희는) 분배하자 |
διαμερίζωσι(ν) (그들은) 분배하자 |
|
기원법 | 단수 | διαμερίζοιμι (나는) 분배하기를 (바라다) |
διαμερίζοις (너는) 분배하기를 (바라다) |
διαμερίζοι (그는) 분배하기를 (바라다) |
쌍수 | διαμερίζοιτον (너희 둘은) 분배하기를 (바라다) |
διαμεριζοίτην (그 둘은) 분배하기를 (바라다) |
||
복수 | διαμερίζοιμεν (우리는) 분배하기를 (바라다) |
διαμερίζοιτε (너희는) 분배하기를 (바라다) |
διαμερίζοιεν (그들은) 분배하기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | διαμέριζε (너는) 분배해라 |
διαμεριζέτω (그는) 분배해라 |
|
쌍수 | διαμερίζετον (너희 둘은) 분배해라 |
διαμεριζέτων (그 둘은) 분배해라 |
||
복수 | διαμερίζετε (너희는) 분배해라 |
διαμεριζόντων, διαμεριζέτωσαν (그들은) 분배해라 |
||
부정사 | διαμερίζειν 분배하는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διαμεριζων διαμεριζοντος | διαμεριζουσα διαμεριζουσης | διαμεριζον διαμεριζοντος | ||
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διαμερίζομαι (나는) 분배된다 |
διαμερίζει, διαμερίζῃ (너는) 분배된다 |
διαμερίζεται (그는) 분배된다 |
쌍수 | διαμερίζεσθον (너희 둘은) 분배된다 |
διαμερίζεσθον (그 둘은) 분배된다 |
||
복수 | διαμεριζόμεθα (우리는) 분배된다 |
διαμερίζεσθε (너희는) 분배된다 |
διαμερίζονται (그들은) 분배된다 |
|
접속법 | 단수 | διαμερίζωμαι (나는) 분배되자 |
διαμερίζῃ (너는) 분배되자 |
διαμερίζηται (그는) 분배되자 |
쌍수 | διαμερίζησθον (너희 둘은) 분배되자 |
διαμερίζησθον (그 둘은) 분배되자 |
||
복수 | διαμεριζώμεθα (우리는) 분배되자 |
διαμερίζησθε (너희는) 분배되자 |
διαμερίζωνται (그들은) 분배되자 |
|
기원법 | 단수 | διαμεριζοίμην (나는) 분배되기를 (바라다) |
διαμερίζοιο (너는) 분배되기를 (바라다) |
διαμερίζοιτο (그는) 분배되기를 (바라다) |
쌍수 | διαμερίζοισθον (너희 둘은) 분배되기를 (바라다) |
διαμεριζοίσθην (그 둘은) 분배되기를 (바라다) |
||
복수 | διαμεριζοίμεθα (우리는) 분배되기를 (바라다) |
διαμερίζοισθε (너희는) 분배되기를 (바라다) |
διαμερίζοιντο (그들은) 분배되기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | διαμερίζου (너는) 분배되어라 |
διαμεριζέσθω (그는) 분배되어라 |
|
쌍수 | διαμερίζεσθον (너희 둘은) 분배되어라 |
διαμεριζέσθων (그 둘은) 분배되어라 |
||
복수 | διαμερίζεσθε (너희는) 분배되어라 |
διαμεριζέσθων, διαμεριζέσθωσαν (그들은) 분배되어라 |
||
부정사 | διαμερίζεσθαι 분배되는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διαμεριζομενος διαμεριζομενου | διαμεριζομενη διαμεριζομενης | διαμεριζομενον διαμεριζομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διαμερίω (나는) 분배하겠다 |
διαμερίεις (너는) 분배하겠다 |
διαμερίει (그는) 분배하겠다 |
쌍수 | διαμερίειτον (너희 둘은) 분배하겠다 |
διαμερίειτον (그 둘은) 분배하겠다 |
||
복수 | διαμερίουμεν (우리는) 분배하겠다 |
διαμερίειτε (너희는) 분배하겠다 |
διαμερίουσι(ν) (그들은) 분배하겠다 |
|
기원법 | 단수 | διαμερίοιμι (나는) 분배하겠기를 (바라다) |
διαμερίοις (너는) 분배하겠기를 (바라다) |
διαμερίοι (그는) 분배하겠기를 (바라다) |
쌍수 | διαμερίοιτον (너희 둘은) 분배하겠기를 (바라다) |
διαμεριοίτην (그 둘은) 분배하겠기를 (바라다) |
||
복수 | διαμερίοιμεν (우리는) 분배하겠기를 (바라다) |
διαμερίοιτε (너희는) 분배하겠기를 (바라다) |
διαμερίοιεν (그들은) 분배하겠기를 (바라다) |
|
부정사 | διαμερίειν 분배할 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διαμεριων διαμεριουντος | διαμεριουσα διαμεριουσης | διαμεριουν διαμεριουντος | ||
중간태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διαμερίουμαι (나는) 분배되겠다 |
διαμερίει, διαμερίῃ (너는) 분배되겠다 |
διαμερίειται (그는) 분배되겠다 |
쌍수 | διαμερίεισθον (너희 둘은) 분배되겠다 |
διαμερίεισθον (그 둘은) 분배되겠다 |
||
복수 | διαμεριοῦμεθα (우리는) 분배되겠다 |
διαμερίεισθε (너희는) 분배되겠다 |
διαμερίουνται (그들은) 분배되겠다 |
|
기원법 | 단수 | διαμεριοίμην (나는) 분배되겠기를 (바라다) |
διαμερίοιο (너는) 분배되겠기를 (바라다) |
διαμερίοιτο (그는) 분배되겠기를 (바라다) |
쌍수 | διαμερίοισθον (너희 둘은) 분배되겠기를 (바라다) |
διαμεριοίσθην (그 둘은) 분배되겠기를 (바라다) |
||
복수 | διαμεριοίμεθα (우리는) 분배되겠기를 (바라다) |
διαμερίοισθε (너희는) 분배되겠기를 (바라다) |
διαμερίοιντο (그들은) 분배되겠기를 (바라다) |
|
부정사 | διαμερίεισθαι 분배될 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διαμεριουμενος διαμεριουμενου | διαμεριουμενη διαμεριουμενης | διαμεριουμενον διαμεριουμενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διεμέριζον (나는) 분배하고 있었다 |
διεμέριζες (너는) 분배하고 있었다 |
διεμέριζε(ν) (그는) 분배하고 있었다 |
쌍수 | διεμερίζετον (너희 둘은) 분배하고 있었다 |
διεμεριζέτην (그 둘은) 분배하고 있었다 |
||
복수 | διεμερίζομεν (우리는) 분배하고 있었다 |
διεμερίζετε (너희는) 분배하고 있었다 |
διεμέριζον (그들은) 분배하고 있었다 |
|
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διεμεριζόμην (나는) 분배되고 있었다 |
διεμερίζου (너는) 분배되고 있었다 |
διεμερίζετο (그는) 분배되고 있었다 |
쌍수 | διεμερίζεσθον (너희 둘은) 분배되고 있었다 |
διεμεριζέσθην (그 둘은) 분배되고 있었다 |
||
복수 | διεμεριζόμεθα (우리는) 분배되고 있었다 |
διεμερίζεσθε (너희는) 분배되고 있었다 |
διεμερίζοντο (그들은) 분배되고 있었다 |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기
고전 발음: [] 신약 발음: []