헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταλοχίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταλοχίζω καταλοχίσω

형태분석: κατα (접두사) + λοχίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 분배하다, 배분하다, 할당하다
  1. to distribute into, to distribute

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλοχίζω

(나는) 분배한다

καταλοχίζεις

(너는) 분배한다

καταλοχίζει

(그는) 분배한다

쌍수 καταλοχίζετον

(너희 둘은) 분배한다

καταλοχίζετον

(그 둘은) 분배한다

복수 καταλοχίζομεν

(우리는) 분배한다

καταλοχίζετε

(너희는) 분배한다

καταλοχίζουσιν*

(그들은) 분배한다

접속법단수 καταλοχίζω

(나는) 분배하자

καταλοχίζῃς

(너는) 분배하자

καταλοχίζῃ

(그는) 분배하자

쌍수 καταλοχίζητον

(너희 둘은) 분배하자

καταλοχίζητον

(그 둘은) 분배하자

복수 καταλοχίζωμεν

(우리는) 분배하자

καταλοχίζητε

(너희는) 분배하자

καταλοχίζωσιν*

(그들은) 분배하자

기원법단수 καταλοχίζοιμι

(나는) 분배하기를 (바라다)

καταλοχίζοις

(너는) 분배하기를 (바라다)

καταλοχίζοι

(그는) 분배하기를 (바라다)

쌍수 καταλοχίζοιτον

(너희 둘은) 분배하기를 (바라다)

καταλοχιζοίτην

(그 둘은) 분배하기를 (바라다)

복수 καταλοχίζοιμεν

(우리는) 분배하기를 (바라다)

καταλοχίζοιτε

(너희는) 분배하기를 (바라다)

καταλοχίζοιεν

(그들은) 분배하기를 (바라다)

명령법단수 καταλόχιζε

(너는) 분배해라

καταλοχιζέτω

(그는) 분배해라

쌍수 καταλοχίζετον

(너희 둘은) 분배해라

καταλοχιζέτων

(그 둘은) 분배해라

복수 καταλοχίζετε

(너희는) 분배해라

καταλοχιζόντων, καταλοχιζέτωσαν

(그들은) 분배해라

부정사 καταλοχίζειν

분배하는 것

분사 남성여성중성
καταλοχιζων

καταλοχιζοντος

καταλοχιζουσα

καταλοχιζουσης

καταλοχιζον

καταλοχιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλοχίζομαι

(나는) 분배된다

καταλοχίζει, καταλοχίζῃ

(너는) 분배된다

καταλοχίζεται

(그는) 분배된다

쌍수 καταλοχίζεσθον

(너희 둘은) 분배된다

καταλοχίζεσθον

(그 둘은) 분배된다

복수 καταλοχιζόμεθα

(우리는) 분배된다

καταλοχίζεσθε

(너희는) 분배된다

καταλοχίζονται

(그들은) 분배된다

접속법단수 καταλοχίζωμαι

(나는) 분배되자

καταλοχίζῃ

(너는) 분배되자

καταλοχίζηται

(그는) 분배되자

쌍수 καταλοχίζησθον

(너희 둘은) 분배되자

καταλοχίζησθον

(그 둘은) 분배되자

복수 καταλοχιζώμεθα

(우리는) 분배되자

καταλοχίζησθε

(너희는) 분배되자

καταλοχίζωνται

(그들은) 분배되자

기원법단수 καταλοχιζοίμην

(나는) 분배되기를 (바라다)

καταλοχίζοιο

(너는) 분배되기를 (바라다)

καταλοχίζοιτο

(그는) 분배되기를 (바라다)

쌍수 καταλοχίζοισθον

(너희 둘은) 분배되기를 (바라다)

καταλοχιζοίσθην

(그 둘은) 분배되기를 (바라다)

복수 καταλοχιζοίμεθα

(우리는) 분배되기를 (바라다)

καταλοχίζοισθε

(너희는) 분배되기를 (바라다)

καταλοχίζοιντο

(그들은) 분배되기를 (바라다)

명령법단수 καταλοχίζου

(너는) 분배되어라

καταλοχιζέσθω

(그는) 분배되어라

쌍수 καταλοχίζεσθον

(너희 둘은) 분배되어라

καταλοχιζέσθων

(그 둘은) 분배되어라

복수 καταλοχίζεσθε

(너희는) 분배되어라

καταλοχιζέσθων, καταλοχιζέσθωσαν

(그들은) 분배되어라

부정사 καταλοχίζεσθαι

분배되는 것

분사 남성여성중성
καταλοχιζομενος

καταλοχιζομενου

καταλοχιζομενη

καταλοχιζομενης

καταλοχιζομενον

καταλοχιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλοχίσω

(나는) 분배하겠다

καταλοχίσεις

(너는) 분배하겠다

καταλοχίσει

(그는) 분배하겠다

쌍수 καταλοχίσετον

(너희 둘은) 분배하겠다

καταλοχίσετον

(그 둘은) 분배하겠다

복수 καταλοχίσομεν

(우리는) 분배하겠다

καταλοχίσετε

(너희는) 분배하겠다

καταλοχίσουσιν*

(그들은) 분배하겠다

기원법단수 καταλοχίσοιμι

(나는) 분배하겠기를 (바라다)

καταλοχίσοις

(너는) 분배하겠기를 (바라다)

καταλοχίσοι

(그는) 분배하겠기를 (바라다)

쌍수 καταλοχίσοιτον

(너희 둘은) 분배하겠기를 (바라다)

καταλοχισοίτην

(그 둘은) 분배하겠기를 (바라다)

복수 καταλοχίσοιμεν

(우리는) 분배하겠기를 (바라다)

καταλοχίσοιτε

(너희는) 분배하겠기를 (바라다)

καταλοχίσοιεν

(그들은) 분배하겠기를 (바라다)

부정사 καταλοχίσειν

분배할 것

분사 남성여성중성
καταλοχισων

καταλοχισοντος

καταλοχισουσα

καταλοχισουσης

καταλοχισον

καταλοχισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλοχίσομαι

(나는) 분배되겠다

καταλοχίσει, καταλοχίσῃ

(너는) 분배되겠다

καταλοχίσεται

(그는) 분배되겠다

쌍수 καταλοχίσεσθον

(너희 둘은) 분배되겠다

καταλοχίσεσθον

(그 둘은) 분배되겠다

복수 καταλοχισόμεθα

(우리는) 분배되겠다

καταλοχίσεσθε

(너희는) 분배되겠다

καταλοχίσονται

(그들은) 분배되겠다

기원법단수 καταλοχισοίμην

(나는) 분배되겠기를 (바라다)

καταλοχίσοιο

(너는) 분배되겠기를 (바라다)

καταλοχίσοιτο

(그는) 분배되겠기를 (바라다)

쌍수 καταλοχίσοισθον

(너희 둘은) 분배되겠기를 (바라다)

καταλοχισοίσθην

(그 둘은) 분배되겠기를 (바라다)

복수 καταλοχισοίμεθα

(우리는) 분배되겠기를 (바라다)

καταλοχίσοισθε

(너희는) 분배되겠기를 (바라다)

καταλοχίσοιντο

(그들은) 분배되겠기를 (바라다)

부정사 καταλοχίσεσθαι

분배될 것

분사 남성여성중성
καταλοχισομενος

καταλοχισομενου

καταλοχισομενη

καταλοχισομενης

καταλοχισομενον

καταλοχισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατελόχιζον

(나는) 분배하고 있었다

κατελόχιζες

(너는) 분배하고 있었다

κατελόχιζεν*

(그는) 분배하고 있었다

쌍수 κατελοχίζετον

(너희 둘은) 분배하고 있었다

κατελοχιζέτην

(그 둘은) 분배하고 있었다

복수 κατελοχίζομεν

(우리는) 분배하고 있었다

κατελοχίζετε

(너희는) 분배하고 있었다

κατελόχιζον

(그들은) 분배하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατελοχιζόμην

(나는) 분배되고 있었다

κατελοχίζου

(너는) 분배되고 있었다

κατελοχίζετο

(그는) 분배되고 있었다

쌍수 κατελοχίζεσθον

(너희 둘은) 분배되고 있었다

κατελοχιζέσθην

(그 둘은) 분배되고 있었다

복수 κατελοχιζόμεθα

(우리는) 분배되고 있었다

κατελοχίζεσθε

(너희는) 분배되고 있었다

κατελοχίζοντο

(그들은) 분배되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλὰ τούτῳ μὲν, ὡσ Πλάτων φησί, Ζώπυρον ἐπέστησε παιδαγωγὸν Περικλῆσ, οὐδέν τι τῶν ἄλλων διαφέροντα δούλων τοὺσ δὲ Σπαρτιατῶν παῖδασ οὐκ ἐπὶ ὠνητοῖσ οὐδὲ μισθίοισ ἐποιήσατο παιδαγωγοῖσ ὁ Λυκοῦργοσ, οὐδ’ ἐξῆν ἑκάστῳ τρέφειν οὐδὲ παιδεύειν ὡσ ἐβούλετο τὸν υἱόν, ἀλλὰ πάντασ εὐθὺσ ἑπταετεῖσ γενομένουσ παραλαμβάνων αὐτὸσ εἰσ ἀγέλασ κατελόχιζε, καὶ συννόμουσ ποιῶν καὶ συντρόφουσ μετ’ ἀλλήλων εἴθιζε συμπαίζειν καὶ συσχολάζειν. (Plutarch, Lycurgus, chapter 16 4:1)

    (플루타르코스, Lycurgus, chapter 16 4:1)

  • προτεταγμένουσ γὰρ ἑώρων τῶν πολεμίων μυρίουσ καί πεντακισχιλίουσ θεράποντασ, οὓσ ἐκ τῶν πόλεων κηρύγμασιν ἐλευθεροῦντεσ οἱ βασιλέωσ στρατηγοὶ κατελόχιζον εἰσ τοὺσ ὁπλίτασ. (Plutarch, Sulla, chapter 18 5:1)

    (플루타르코스, Sulla, chapter 18 5:1)

  • καταλοχίζειν μὲν αὐτὸν τὴν στρατιὰν τὴν σὺν Πευκέστᾳ τε ἐκ Περσῶν καὶ ἀπὸ θαλάσσησ ξὺν Φιλοξένῳ καὶ Μενάνδρῳ ἥκουσαν ἐσ τὰσ Μακεδονικὰσ τάξεισ· (Arrian, Anabasis, book 7, chapter 24 1:3)

    (아리아노스, Anabasis, book 7, chapter 24 1:3)

  • εὐθὺσ οὖν τοὺσ μὲν εἰσ τάξεισ κατελόχιζον, οὓσ δὲ πρὸσ τὰσ ὑπηρεσίασ τοῖσ ἔργοισ καθίστανον, οὓσ δ’ ἐπὶ τὴν ἐπιμέλειαν τῶν τειχῶν ἔταττον. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 70 1:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 70 1:2)

유의어

  1. 분배하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION