헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκατανέμω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκατανέμω συγκατανεμῶ

형태분석: συγ (접두사) + κατανέμ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to assign also, to divide jointly among themselves

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκατανέμω

συγκατανέμεις

συγκατανέμει

쌍수 συγκατανέμετον

συγκατανέμετον

복수 συγκατανέμομεν

συγκατανέμετε

συγκατανέμουσιν*

접속법단수 συγκατανέμω

συγκατανέμῃς

συγκατανέμῃ

쌍수 συγκατανέμητον

συγκατανέμητον

복수 συγκατανέμωμεν

συγκατανέμητε

συγκατανέμωσιν*

기원법단수 συγκατανέμοιμι

συγκατανέμοις

συγκατανέμοι

쌍수 συγκατανέμοιτον

συγκατανεμοίτην

복수 συγκατανέμοιμεν

συγκατανέμοιτε

συγκατανέμοιεν

명령법단수 συγκατάνεμε

συγκατανεμέτω

쌍수 συγκατανέμετον

συγκατανεμέτων

복수 συγκατανέμετε

συγκατανεμόντων, συγκατανεμέτωσαν

부정사 συγκατανέμειν

분사 남성여성중성
συγκατανεμων

συγκατανεμοντος

συγκατανεμουσα

συγκατανεμουσης

συγκατανεμον

συγκατανεμοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκατανέμομαι

συγκατανέμει, συγκατανέμῃ

συγκατανέμεται

쌍수 συγκατανέμεσθον

συγκατανέμεσθον

복수 συγκατανεμόμεθα

συγκατανέμεσθε

συγκατανέμονται

접속법단수 συγκατανέμωμαι

συγκατανέμῃ

συγκατανέμηται

쌍수 συγκατανέμησθον

συγκατανέμησθον

복수 συγκατανεμώμεθα

συγκατανέμησθε

συγκατανέμωνται

기원법단수 συγκατανεμοίμην

συγκατανέμοιο

συγκατανέμοιτο

쌍수 συγκατανέμοισθον

συγκατανεμοίσθην

복수 συγκατανεμοίμεθα

συγκατανέμοισθε

συγκατανέμοιντο

명령법단수 συγκατανέμου

συγκατανεμέσθω

쌍수 συγκατανέμεσθον

συγκατανεμέσθων

복수 συγκατανέμεσθε

συγκατανεμέσθων, συγκατανεμέσθωσαν

부정사 συγκατανέμεσθαι

분사 남성여성중성
συγκατανεμομενος

συγκατανεμομενου

συγκατανεμομενη

συγκατανεμομενης

συγκατανεμομενον

συγκατανεμομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to assign also

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION