Ancient Greek-English Dictionary Language

διάδοχος

Second declension Noun; Masc/Fem 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διάδοχος

Etym.: diade/xomai

Sense

  1. succeeding, in
  2. successor in, succeeding, in, relieving, from
  3. succeeding to
  4. successor
  5. bringing a succession, after
  6. in relays or gangs, in succession

Examples

  • ΚΡΑΤΑΙΟΣ ἐν πολέμοισ Ἰησοῦσ Ναυῆ καὶ διάδοχοσ Μωυσῆ ἐν προφητείαισ, ὃσ ἐγένετο κατὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ μέγασ ἐπὶ σωτηρίᾳ ἐκλεκτῶν αὐτοῦ ἐκδικῆσαι ἐπεγειρομένουσ ἐχθρούσ, ὅπωσ κατακληρονομήσῃ τὸν Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber Sirach 46:1)
  • Κλεάνθησ δὲ ὁ Ζήνωνοσ μαθητὴσ καὶ διάδοχοσ ἐννέα καὶ ἐνενήκοντα· (Lucian, Macrobii, (no name) 19:3)
  • ὧν ἁπάντων κληρονόμοσ καὶ διάδοχοσ οὗτοσ ἐγένετο. (Lucian, Alexander, (no name) 5:5)
  • τοῦτο ἀκούσασ ἐγὼ προσκυνήσασ ἀπῄειν εὐχόμενοσ ἅπασι θεοῖσ ἠπίαλὸν ’τινα ἢ πλευρῖτιν ἢ ποδάγραν ἐπιπέμψαι τῷ μαλακιζομένῳ ἐκείνῳ οὗ ἔφεδροσ ἐγὼ καὶ ἀντίδειπνοσ καὶ διάδοχοσ ἐκεκλήμην καὶ τὸ ἄχρι τοῦ λουτροῦ αἰῶνα μήκιστον ἐτιθέμην, συνεχὲσ ἐπισκοπῶν ὁποσάπουν τὸ στοιχεῖον εἰή καὶ πηνίκα ἤδη λοῦσθαι ^ δέοι. (Lucian, Gallus, (no name) 9:5)
  • ἀγὼν ὅδ’ ἄλλοσ ἔρχεται γόων γόων διάδοχοσ, ἀχοῦσι προσπόλων χέρεσ. (Euripides, Suppliants, choral, strophe 31)

Synonyms

  1. bringing a succession

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION