διαβιβάζω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
διαβιβάζω
διαβιβῶ
Structure:
δια
(Prefix)
+
βιβάζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: Causal of diabai/nw
Sense
- to carry over or across, to transport
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὡσ οὖν ἔμελλεν ἐξ Ἀσίασ διαβιβάζειν τὸ στράτευμα, νὺξ μὲν ἦν βαθυτάτη, φῶσ δ’ εἶχεν οὐ πάνυ λαμπρὸν ἡ σκηνή, πᾶν δὲ τὸ στρατόπεδον σιωπῇ κατεῖχεν. (Plutarch, Brutus, chapter 36 3:1)
- ἀλλ’ ὄντωσ ἐοίκεν ἰσχυρά τισ αὐτῷ περὶ τοῦ Νικάνοροσ ἐγγενέσθαι πίστισ, ὅν γε πολλῶν προδιαβαλλόντων καὶ κατηγορούντων ἐπιτίθεσθαι τῷ Πειραιεῖ καὶ διαβιβάζειν εἰσ Σαλαμῖνα ξένουσ καὶ διαφθείρειν τινὰσ τῶν ἐν Πειραιεῖ κατοικούντων, οὐ προσήκατο τὸν λόγον οὐδ’ ἐπίστευσεν, ἀλλὰ καὶ Φιλομήλου τοῦ Λαμπτρέωσ ψήφισμα γράψαντοσ Ἀθηναίουσ ἅπαντασ ἐν τοῖσ ὅπλοισ εἶναι καὶ τῷ στρατηγῷ Φωκίωνι προσέχειν, ἠμέλησεν, ἄχρι οὗ προσάγων ὁ Νικάνωρ ἐκ τῆσ Μουνυχίασ τὰ ὅπλα τὸν Πειραιᾶ περιετάφρευσε. (Plutarch, chapter 32 5:1)
- τὴν δ’ ἐπὶ πλέον τῶν λεγομένων χρῆσιν ὑπέδειξεν ὀρθῶσ ὁ Χρύσιπποσ, ὅτι δεῖ μετάγειν διαβιβάζειν ἐπὶ τὰ ὁμοειδῆ τὸ χρήσιμον. (Plutarch, Quomodo adolescens poetas audire debeat, chapter, section 131)
- τρόπῳ διὰ τὴν τῆσ τρίτησ ἐξαίρεσιν, τοῦτ’ ἦν τὸ τὴν αἴσθησιν αὐτῶν ἐπάγον ἐπὶ τὸ διαβιβάζειν τὸ μέλοσ ἐπὶ τὴν παρανήτην. (Pseudo-Plutarch, De musica, section 19 2:1)
- πυνθανόμενοσ δὲ Μιθριδάτην τε καὶ Τιγράνην εἰσ Λυκαονίαν καὶ Κιλικίαν ὅσον οὔπω διαβιβάζειν δύναμιν ὡσ προτέρουσ ἐμβαλοῦντασ εἰσ τὴν Ἀσίαν, ἐθαύμαζε τὸν Ἀρμένιον, εἰ γνώμην ἔχων ἐπιθέσθαι Ῥωμαίοισ, ἀκμάζοντι μὲν οὐκ ἐχρῆτο Μιθριδάτῃ πρὸσ τὸν πόλεμον, οὐδ’ ἐρρωμένοισ τοῖσ ἐκείνου τὰ παρ’ αὑτοῦ συνῆπτεν, ἀπολέσθαι δ’ ἐάσασ καὶ συντριβῆναι νῦν ἐπὶ ψυχραῖσ ἐλπίσιν ἄρχεται πολέμου τοῖσ ἀναστῆναι μὴ δυναμένοισ συγκαταβάλλων ἑαυτόν. (Plutarch, Lucullus, chapter 23 7:1)
Synonyms
-
to carry over or across
Derived
- ἀναβιβάζω (to make go up, cause to mount, to mount)
- ἀποβιβάζω (to make to get off, to disembark, put on shore)
- βιβάζω (to make to mount, to lift up, exalt)
- εἰσβιβάζω (to put on board ship, to make to go into)
- ἐκβιβάζω (to make to step out, to turn, to stop)
- ἐμβιβάζω (to set in or on, to put on board ship, cause to embark)
- ἐπαναβιβάζω (to make to mount upon)
- ἐπιβιβάζω (to put, upon)
- καταβιβάζω (to make to go down, bring down, bring down)
- μεταβιβάζω (to carry over, shift bring into another place or state, to lead in a different direction)
- προβιβάζω (to make step forward, lead forward, lead on)
- προσβιβάζω (to make to approach, bring nearer, to bring over)
- συμβιβάζω (to bring together, to be joined or knit together, framed)
- ὑπερβιβάζω (to carry over)
- ὑποβιβάζω (to bring down, to crouch down)