헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ξύλινος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ξύλινος ξύλινη ξύλινον

형태분석: ξυλιν (어간) + ος (어미)

어원: cu/lon

  1. 나무의, 나무로 만든
  1. of wood, wooden

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ξύλινος

나무의 (이)가

ξυλίνη

나무의 (이)가

ξύλινον

나무의 (것)가

속격 ξυλίνου

나무의 (이)의

ξυλίνης

나무의 (이)의

ξυλίνου

나무의 (것)의

여격 ξυλίνῳ

나무의 (이)에게

ξυλίνῃ

나무의 (이)에게

ξυλίνῳ

나무의 (것)에게

대격 ξύλινον

나무의 (이)를

ξυλίνην

나무의 (이)를

ξύλινον

나무의 (것)를

호격 ξύλινε

나무의 (이)야

ξυλίνη

나무의 (이)야

ξύλινον

나무의 (것)야

쌍수주/대/호 ξυλίνω

나무의 (이)들이

ξυλίνᾱ

나무의 (이)들이

ξυλίνω

나무의 (것)들이

속/여 ξυλίνοιν

나무의 (이)들의

ξυλίναιν

나무의 (이)들의

ξυλίνοιν

나무의 (것)들의

복수주격 ξύλινοι

나무의 (이)들이

ξύλιναι

나무의 (이)들이

ξύλινα

나무의 (것)들이

속격 ξυλίνων

나무의 (이)들의

ξυλινῶν

나무의 (이)들의

ξυλίνων

나무의 (것)들의

여격 ξυλίνοις

나무의 (이)들에게

ξυλίναις

나무의 (이)들에게

ξυλίνοις

나무의 (것)들에게

대격 ξυλίνους

나무의 (이)들을

ξυλίνᾱς

나무의 (이)들을

ξύλινα

나무의 (것)들을

호격 ξύλινοι

나무의 (이)들아

ξύλιναι

나무의 (이)들아

ξύλινα

나무의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "καθὰ καὶ Πολέμων εἴρηκεν, ἀναιρεθῆναι φάσκων αὐτὴν ὑπό τινων γυναικῶν ἐν Θετταλίᾳ, ἐρασθεῖσάν τινοσ Παυσανίου Θετταλοῦ, κατὰ φθόνον καὶ δυσζηλίαν ξυλίναισ χελώναισ τυπτομένην ἐν Ἀφροδίτησ ἱερῷ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 55 1:14)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 55 1:14)

  • ἐγὼ γοῦν ἐθεασάμην ἐν ἱεραῖσ οἰκίαισ δεῖπνα προκείμενα θεοῖσ ἐπὶ τραπέζαισ ξυλίναισ ἀρχαϊκαῖσ ἐν κάνησι καὶ πινακίσκοισ κεραμεοῖσ, ἀλφίτων μάζασ καὶ πόπανα καὶ ζέασ καὶ καρπῶν τινων ἀπαρχὰσ καὶ ἄλλα τοιαῦτα λιτὰ καὶ εὐδάπανα καὶ πάσησ ἀπειροκαλίασ ἀπηλλαγμένα· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 23 7:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 23 7:1)

  • κατεσκεύασε δὲ καὶ τὸν μέγιστον τῶν ἱπποδρόμων Ταρκύνιοσ τὸν μεταξὺ τοῦ τε Αὐεντίνου καὶ τοῦ Παλλαντίου κείμενον πρῶτοσ ὑποστέγουσ ποιήσασ περὶ αὐτὸν καθέδρασ ̔τέωσ γὰρ ἑστῶτεσ ἐθεώρουν’ ἐπ’ ἰκρίοισ, δοκῶν ξυλίναισ σκηναῖσ ὑποκειμένων· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 68 1:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 68 1:1)

  • ἐχόμενοι δὲ γερροφόροι, ἐχόμενοι δὲ ὁπλῖται σὺν ποδήρεσι ξυλίναισ ἀσπίσιν. (Xenophon, Anabasis, , chapter 8 10:3)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 8 10:3)

  • ξύλοισ δὲ ἐχρῶντο μικρὸν προϊόντεσ ἀπὸ τῆσ φάλαγγοσ, οὗ ἡ μάχη ἐγένετο, τοῖσ τε οἰστοῖσ πολλοῖσ οὖσιν, οὓσ ἠνάγκαζον οἱ Ἕλληνεσ ἐκβάλλειν τοὺσ αὐτομολοῦντασ παρὰ βασιλέωσ, καὶ τοῖσ γέρροισ καὶ ταῖσ ἀσπίσι ταῖσ ξυλίναισ ταῖσ Αἰγυπτίαισ· (Xenophon, Anabasis, , chapter 1 8:3)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 1 8:3)

유의어

  1. 나무의

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION