헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βλάστημα

3군 변화 명사; 중성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βλάστημα βλάστηματος

형태분석: βλαστηματ (어간)

  1. 자식, 분지, 후손
  2. 분화, 발생, 분출
  1. offspring, an offshoot
  2. an eruption

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βλάστημα

자식이

βλαστήματε

자식들이

βλαστήματα

자식들이

속격 βλαστήματος

자식의

βλαστημάτοιν

자식들의

βλαστημάτων

자식들의

여격 βλαστήματι

자식에게

βλαστημάτοιν

자식들에게

βλαστήμασιν*

자식들에게

대격 βλάστημα

자식을

βλαστήματε

자식들을

βλαστήματα

자식들을

호격 βλάστημα

자식아

βλαστήματε

자식들아

βλαστήματα

자식들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἢ σῆσ ἔμελλον γῆσ τεμεῖν βλαστήματα πλεύσαντεσ αὖθισ; (Euripides, Hecuba, episode, lyric 5:7)

    (에우리피데스, Hecuba, episode, lyric 5:7)

  • καὶ τἄλλ’ ὅσα χθὼν καλὰ φέρει βλαστήματα. (Euripides, Helen, episode 4:20)

    (에우리피데스, Helen, episode 4:20)

  • Πιττοκοπίητῷ ἐμπάττειν ξυνεχήσ· φοινίσσειν δὲ καὶ τὴν κεφαλὴν, ἄλλοτε μὲν σίνηπι ξὺν ἄρτῳ διπλόῳ ἐγχρίοντα, ὡσ μὴ ἀφόρητον εἰή τὸ πῦρ· ἄλλοτε δὲ φάρμακα ξυναλείφοντα, ὡσ τὸ ξύνθετον τὸ διὰ τῆσ λιμνήστιδοσ καὶ εὐφορβίου καὶ πυρέθρου · ἔχει δὲ καὶ ἀνώδυνον περί τε τὸν ἐν καιρῷ πόνον καὶ ἐσ μόχλευσιν τῆσ Ῥίζησ τοῦ κακοῦ, θαψίησ ὁ ὀπὸσ, καὶ τὰ ξὺν τῇδε φάρμακα, ὁκόσα ἐσοιδαίνει τὸ δέρμα, καὶ ἰόνθοισι ἴκελα ἐκφύει βλαστήματα. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 53)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 53)

  • δισσὰ φάη, Μίλητε, τεῆσ βλαστήματα γαίησ, Ἰταλὶσ ὠκυμόρουσ ἀμφεκάλυψε κόνισ· (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 3731)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 3731)

유의어

  1. 자식

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION