- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: biā 고전 발음: [비아:] 신약 발음: [비아]

기본형: βία βίας

형태분석: βι (어간) + α (어미)

  1. 힘, 실력, 능력
  1. bodily strength, force
  2. act of violence

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βία

힘이

βία

힘들이

βίαι

힘들이

속격 βίας

힘의

βίαιν

힘들의

βιῶν

힘들의

여격 βίᾳ

힘에게

βίαιν

힘들에게

βίαις

힘들에게

대격 βίαν

힘을

βία

힘들을

βίας

힘들을

호격 βία

힘아

βία

힘들아

βίαι

힘들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν γὰρ δὴ τούτῳ πείθει τοὺς Ἀθηναίους τῶν μὲν ἀλλοτρίων μὴ ἐπιθυμεῖν, ἐπὶ δὲ τοῖς παροῦσι στέργειν, καὶ τῶν μὲν μικρῶν πόλεων ὡσπερανεὶ κτημάτων φείδεσθαι, τοὺς δὲ συμμάχους τε καὶ εὐεργεσίαις πειρᾶσθαι κατέχειν, ἀλλὰ μὴ ταῖς ἀνάγκαις μηδὲ ταῖς βίαις. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 72)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 72)

  • πολλαχοῦ δὲ ὁ Ξενοφῶν πολλαῖς βίαις καὶ Δημοσθενικαῖς κατὰ τὰς ἐννοίας χρῆται, μόνῃ δὲ τῇ μεταχειρίσει διαλλάσσει, ὡς καὶ ἐν τῇ Ἀναβάσει λογισμούς τινας λέγων περὶ τοῦ Τισσαφέρνους, ὅτι οὐκ ἐπιβουλεύει τοῖς Ἕλλησιν, ἐπειδὴ ἄπιστόν ἐστι τὸ πρόσωπον πρὸς τὸ βουληθῆναι ἐπιβουλεῦσαι, καὶ οὐκ ἔχει ἐκ τῆς κρίσεως αὐτὸ συστῆσαι, μεταβὰς ἐκ τῆς δυνάμεως αὐτὸ πιστοῦται, εἰ δὲ δυνάμενοι κακῶς ὑμᾶς δρᾶν οὐ ποιοῦμεν, δῆλον ὅτι οὐδὲ βουλόμεθα. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , chapter 13 4:1)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , chapter 13 4:1)

유의어

  1. act of violence

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION