Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄυπνος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἄυπνος ἄυπνη ἄυπνον

Structure: ἀυπν (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. sleepless, wakeful, sleepless, never-resting
  2. sleepless
  3. that is no sleep, from which one easily awakes

Examples

  • πολλὰσ μὲν ἀύπνουσ νύκτασ ἰαυέν, ἤματα δ’ αἱματόεντα διέπρησσεν πολεμίζων πρὸσ ἀμάχουσ δυνάμεισ καὶ ἄπειρα φῦλα καὶ ποταμοὺσ ἀπεράτουσ καὶ πέτρασ ἀτοξεύτουσ, εὐβουλίᾳ καὶ καρτερίᾳ καὶ ἀνδρείᾳ καὶ σωφροσύνῃ παραπεμπόμενοσ. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 1, section 1 1:1)
  • "ἀύπνουσ νύκτασ ἰαῦσαι· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 5, 16:1)
  • "τίπτε τόσον, Πολύφημ’, ἀρημένοσ ὧδ’ ἐβόησασ νύκτα δι’ ἀμβροσίην καὶ ἀύπνουσ ἄμμε τίθησθα; (Homer, Odyssey, Book 9 39:1)
  • ἐπειδὰν δὲ πολλὰσ μὲν ἀΰπνουσ νύκτασ ἰαύσῃσ ἤματα δ’ αἱματόεντα διαγάγῃσ, οὐ μὰ Δία τῆσ Ἑλένησ ἕνεκα οὐδὲ τῶν Πριάμου Περγάμων; (Lucian, De mercede, (no name) 11:5)
  • τίσ ἂν δῆτά μοι, τίσ ἂν φιλοπόνων ἁλιαδᾶν ἔχων ἀύ̈πνουσ ἄγρασ, ἢ τίσ Ὀλυμπιάδων θεᾶν ἢ ῥυτῶν Βοσπορίων ποταμῶν, τὸν ὠμόθυμον εἴ ποθι πλαζόμενον λεύσσων ἀπύοι; (Sophocles, Ajax, choral, strophe 11)

Synonyms

  1. sleepless

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION