- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄτροφος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: atrophos 고전 발음: [로포] 신약 발음: [로포]

기본형: ἄτροφος ἄτροφη ἄτροφον

형태분석: (접두사) + τροφ (어간) + ος (어미)

어원: τρέφω

  1. not fed, ill-fed

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἄτροφος

(이)가

ἄτρόφη

(이)가

ἄτροφον

(것)가

속격 ἀτρόφου

(이)의

ἄτρόφης

(이)의

ἀτρόφου

(것)의

여격 ἀτρόφῳ

(이)에게

ἄτρόφῃ

(이)에게

ἀτρόφῳ

(것)에게

대격 ἄτροφον

(이)를

ἄτρόφην

(이)를

ἄτροφον

(것)를

호격 ἄτροφε

(이)야

ἄτρόφη

(이)야

ἄτροφον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀτρόφω

(이)들이

ἄτρόφα

(이)들이

ἀτρόφω

(것)들이

속/여 ἀτρόφοιν

(이)들의

ἄτρόφαιν

(이)들의

ἀτρόφοιν

(것)들의

복수주격 ἄτροφοι

(이)들이

ἄτροφαι

(이)들이

ἄτροφα

(것)들이

속격 ἀτρόφων

(이)들의

ἄτροφῶν

(이)들의

ἀτρόφων

(것)들의

여격 ἀτρόφοις

(이)들에게

ἄτρόφαις

(이)들에게

ἀτρόφοις

(것)들에게

대격 ἀτρόφους

(이)들을

ἄτρόφας

(이)들을

ἄτροφα

(것)들을

호격 ἄτροφοι

(이)들아

ἄτροφαι

(이)들아

ἄτροφα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τοὺς ἰσχνοὺς καὶ τοὺς ἀτρόφους Ἀπολλώνιος ὁ Ἡροφίλειος ἐκέλευε μὴ γλυκεῖ μηδὲ χονδρῷ τρέφειν ἀλλὰ τοῖς ταριχευτοῖς καὶ ὑφαλμυρίζουσιν, ὧν ἡ λεπτότης, ὥσπερ ἐντρίχωμα γενομένη, τὰ σιτία τοῖς σώμασι διὰ τῶν πόρων προστίθησιν. (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 3 2:1)

    (플루타르코스, Quaestiones Naturales, chapter 3 2:1)

  • ἐὰν οὖν, ἔφη ὁ Σωκράτης, παρέχωνταί σοι τοὺς ἵππους οἱ μὲν οὕτω κακόποδας ἢ κακοσκελεῖς ἢ ἀσθενεῖς, οἱ δὲ οὕτως ἀτρόφους, ὥστε μὴ δύνασθαι ἀκολουθεῖν, οἱ δὲ οὕτως ἀναγώγους ὥστε μὴ μένειν ὅπου ἂν σὺ τάξῃς, οἱ δὲ οὕτω λακτιστὰς ὥστε μηδὲ τάξαι δυνατὸν εἶναι, τί σοι τοῦ ἱππικοῦ ὄφελος ἔσται· (Xenophon, Memorabilia, , chapter 3 5:1)

    (크세노폰, Memorabilia, , chapter 3 5:1)

유의어

  1. not fed

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION