Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀσώματος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀσώματος ἀσώματη ἀσώματον

Structure: ἀ (Prefix) + σωματ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sw=ma

Sense

  1. unembodied, incorporeal

Examples

  • ἐπιφανείασ καὶ τὰσ γραμμὰσ λέγουσι μήτε κάμπτεσθαι μήτε διατείνεσθαι μήτε κινεῖσθαι καθ’ ἑαυτάσ, νοητὰσ καὶ ἀσωμάτουσ οὔσασ, συγκάμπτεσθαι δὲ καὶ συνδιατείνεσθαι καὶ συμμεθίστασθαι τοῖσ σώμασιν ὧν πέρατὰ εἰσιν, οὕτω τὸν κόλακα φωράσεισ ἀεὶ συνεπιφάσκοντα καὶ συναποφαινόμενον καὶ συνηδόμενον νὴ Δία καὶ συνοργιζόμενον , ὥστε παντελῶσ ἔν γε τούτοισ εὐφώρατον εἶναι τὴν διαφοράν. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 22 14:1)
  • ὁρῶμεν δὴ κατὰ γραμμὰσ ἢ κατ’ εὐθείασ ἢ κατὰ καμπύλασ ἢ κατ’ ἀνακλωμένασ, γραμμὰσ ἀδήλουσ λόγῳ θεωρητὰσ καὶ ἀσωμάτουσ. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 3, 2:6)
  • ἀλλὰ καὶ ἀσωμάτουσ εἶναι τὰσ ἀρχὰσ καὶ ἀμόρφουσ, τὰ δὲ μεμορφῶσθαι. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, ISTORIWN Z, Kef. a'. ZHNWN 134:7)

Synonyms

  1. unembodied

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION