Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀστρολόγος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀστρολόγος ἀστρολόγος ἀστρολόγον

Structure: ἀ (Prefix) + στρολογ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. (substantive), astronomer
  2. (later Greek) astrologer

Examples

  • εἴτε δὴ ταῦτα δείσασ εἴτ’ ἀνθρωπίνῳ λογισμῷ τὴν στρατείαν φοβηθείσ, ὁ ἀστρολόγοσ Μέτων ἦν γὰρ ἐφ’ ἡγεμονίασ τινὸσ τεταγμένοσ προσεποιεῖτο τὴν οἰκίαν ὑφάπτειν ὡσ μεμηνώσ. (Plutarch, , chapter 13 5:1)
  • ἀλλὰ μὴ ἀστρολόγοσ, ἔφη, βούλει γενέσθαι; (Xenophon, Memorabilia, , chapter 2 11:10)
  • Ἑρμογένην τὸν ἰατρὸν ὁ ἀστρολόγοσ Διόφαντοσ εἶπε μόνουσ ζωῆσ ἐννέα μῆνασ ἔχειν. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 1141)
  • εἶπεν ἐληλυθέναι τὸ πεπρωμένον, αὐτὸσ ἑαυτοῦ τὴν γένεσιν διαθεὶσ Αὖλοσ ὁ ἀστρολόγοσ, καὶ ζήσειν ὡρ́ασ ἔτι τέσσαρασ· (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 1641)
  • Εὔδοξοσ Αἰσχίνου Κνίδιοσ, ἀστρολόγοσ, γεωμέτρησ, ἰατρόσ, νομοθέτησ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, h, Kef. h'. EUDOCOS 1:1)
  • ιν συμμα φαμιλιαριτατε επιξτετυμ ετ ηελιοδορυμ πηιλοσοπηοσ ετ, νε νομινατιμ δε ομνιβυσ διξαμ, γραμματιξοσ ρηετορεσ μυσιξοσ γεομετρασ πιξτορεσ αστρολογοσ ηαβυιτ, πραε ξετερισ, υτ μυλτι αδσερυντ, εμινεντε φαϝορινο. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 1, de vita hadriani, chapter 16 10:1)

Synonyms

  1. astrologer

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION