- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀσθένεια?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: astheneia 고전 발음: [테네] 신약 발음: [태니아]

기본형: ἀσθένεια ἀσθενείας

형태분석: ἀσθενει (어간) + α (어미)

  1. 연악함, 부드러움
  2. 질병, 멀미
  3. 부도덕, 악행
  1. weakness
  2. sickness
  3. moral weakness, depravity

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀσθένεια

연악함이

ἀσθενεία

연악함들이

ἀσθένειαι

연악함들이

속격 ἀσθενείας

연악함의

ἀσθενείαιν

연악함들의

ἀσθενειῶν

연악함들의

여격 ἀσθενείᾳ

연악함에게

ἀσθενείαιν

연악함들에게

ἀσθενείαις

연악함들에게

대격 ἀσθένειαν

연악함을

ἀσθενεία

연악함들을

ἀσθενείας

연악함들을

호격 ἀσθένεια

연악함아

ἀσθενεία

연악함들아

ἀσθένειαι

연악함들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔχαιρον δ αὖ ὥσπερ ^ ἐκ ζοφεροῦ τινος ἀέρος τοῦ βίου τοῦ πρόσθεν ἐς αἰθρίαν τε καὶ μέγα φῶς ἀναβλέπων ὥστε δή, τὸ καινότατον, τοῦ ὀφθαλμοῦ μὲν καὶ τῆς περὶ αὐτὸν ἀσθενείας ἐπελανθανόμην, τὴν δὲ ψυχὴν ὀξυδερκέστερος κατὰ μικρὸν ἐγιγνόμην ἐλελήθειν γάρ τέως αὐτὴν τυφλώττουσαν περιφέρων. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 4:4)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 4:4)

  • δέδοικα μή σοι μεταξὺ δόξω γελοίως αὐτὰ μιμεῖσθαι, τὰ μὲν ἀτάκτως συνείρων, ἐνίοτε δὲ καὶ αὐτὸν ὑπ ἀσθενείας τὸν νοῦν διαφθείρων, κᾆτα προαχθῇς ἠρέμα καὶ αὐτοῦ καταγνῶναι τοῦ δράματος. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 8:7)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 8:7)

  • ὑπὸ γὰρ ἀσθενείας τε καὶ ἀτονίας οὐδὲ ἐφικνεῖται τὰ βέλη αὐτοῖς ἄχρι πρὸς τὸν σκοπόν, ἀλλ ἐκλυθέντα καταπίπτει πολλάκις ἐκ μέσης τῆς ὁδοῦ: (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 36:4)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 36:4)

  • συνεῖναι μὲν γὰρ εἰς ὑπερβολὴν ὀξύς ἐστι καὶ λεπτογνώμων, ὥς φασιν οἱ ἄμεινον τὰ τῶν Στωϊκῶν εἰδότες, λέγων δὲ καὶ ἑρμηνεύων ὑπ ἀσθενείας διαφθείρει αὐτὰ καὶ συγχεῖ, οὐκ ἀποσαφῶν ὅ τι βούλεται ἀλλὰ αἰνίγμασιν ἐοικότα προτείνων καὶ πάλιν αὖ πολὺ ἀσαφέστερα πρὸς τὰς ἐρωτήσεις ἀποκρινόμενος: (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 27:4)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 27:4)

  • καὶ μὴν θανεῖν γε συνέβη τῷ μὲν οὐ προαισθομένῳ, τῷ δὲ καὶ προσδεχομένῳ τὴν τελευτήν, ὧν τὸ μὲν ἐπιεικείας, φίλοις γὰρ ἐδόκει πιστεύειν, τὸ δὲ ἀσθενείας, βουλόμενος γὰρ φυγεῖν συνελήφθη. (Plutarch, Comparison of Sertorius and Eumenes, chapter 2 3:2)

    (플루타르코스, Comparison of Sertorius and Eumenes, chapter 2 3:2)

유의어

  1. 연악함

  2. 질병

관련어

명사

형용사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION