- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄσπειστος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: aspeistos 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἄσπειστος ἄσπειστη ἄσπειστον

형태분석: ἀσπειστ (어간) + ος (어미)

어원: σπένδω

  1. to be appeased by no libations, implacable

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἄσπειστος

(이)가

ἄσπείστη

(이)가

ἄσπειστον

(것)가

속격 ἀσπείστου

(이)의

ἄσπείστης

(이)의

ἀσπείστου

(것)의

여격 ἀσπείστῳ

(이)에게

ἄσπείστῃ

(이)에게

ἀσπείστῳ

(것)에게

대격 ἄσπειστον

(이)를

ἄσπείστην

(이)를

ἄσπειστον

(것)를

호격 ἄσπειστε

(이)야

ἄσπείστη

(이)야

ἄσπειστον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀσπείστω

(이)들이

ἄσπείστα

(이)들이

ἀσπείστω

(것)들이

속/여 ἀσπείστοιν

(이)들의

ἄσπείσταιν

(이)들의

ἀσπείστοιν

(것)들의

복수주격 ἄσπειστοι

(이)들이

ἄσπεισται

(이)들이

ἄσπειστα

(것)들이

속격 ἀσπείστων

(이)들의

ἄσπειστῶν

(이)들의

ἀσπείστων

(것)들의

여격 ἀσπείστοις

(이)들에게

ἄσπείσταις

(이)들에게

ἀσπείστοις

(것)들에게

대격 ἀσπείστους

(이)들을

ἄσπείστας

(이)들을

ἄσπειστα

(것)들을

호격 ἄσπειστοι

(이)들아

ἄσπεισται

(이)들아

ἄσπειστα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μισοῦσι δ ἄλληλα καὶ ἀπεχθάνονται καὶ πολεμοῦσιν ὥσπερ ἀσπείστους τινὰς πολέμους ἀετοὶ καὶ δράκοντες, κορῶναι καὶ γλαῦκες, αἰγιθαλλοὶ καὶ ἀκανθυλλίδες: (Plutarch, De invidia et odio, section 4 1:1)

    (플루타르코스, De invidia et odio, section 4 1:1)

  • ὥστ εἰ μέλλοιμεν ἀσπείστως πρὸς τὸ δημοτικὸν ἔχειν, ἀπαλλακτέον ἡμῖν καὶ ταῦτα τὰ σώματα ἐκποδών, τὰ μὲν ὡς ἄχρηστα εἰς πολιορκίαν ἐσόμενα, τὰ δ ὡς οὐ διαμενοῦντα βεβαίως φίλα. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 6, chapter 51 5:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 6, chapter 51 5:2)

  • ἀλλ ἄσπειστος, ἀνίδρυτος, ἄμεικτος, οὐ χάριν, οὐ φιλίαν, οὐκ ἄλλ οὐδὲν ὧν ἄνθρωπος μέτριος γιγνώσκων: (Demosthenes, Speeches 21-30, 61:3)

    (데모스테네스, Speeches 21-30, 61:3)

  • ἐλέγετο δὲ καὶ παῖς ὢν ἔτι ὑπὸ τοῦ πατρὸς ὁρκωθῆναι ἐπὶ ἐμπύρων ἄσπειστος ἐχθρὸς ἔσεσθαι Ῥωμαίοις, ὅτε ἐς πολιτείαν παρέλθοι. (Appian, The Foreign Wars, chapter 2 4:3)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 2 4:3)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION