헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀρουραῖος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀρουραῖος

형태분석: ἀρουραι (어간) + ος (어미)

  1. 촌스러운, 시골의, 지방 생활의, 촌락의, 시골풍의, 숲에 사는
  1. of or from the country, rural, rustic, field, in the country

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀρουραῖος

촌스러운 (이)가

ἀρουραίᾱ

촌스러운 (이)가

ἀρούραιον

촌스러운 (것)가

속격 ἀρουραίου

촌스러운 (이)의

ἀρουραίᾱς

촌스러운 (이)의

ἀρουραίου

촌스러운 (것)의

여격 ἀρουραίῳ

촌스러운 (이)에게

ἀρουραίᾱͅ

촌스러운 (이)에게

ἀρουραίῳ

촌스러운 (것)에게

대격 ἀρουραῖον

촌스러운 (이)를

ἀρουραίᾱν

촌스러운 (이)를

ἀρούραιον

촌스러운 (것)를

호격 ἀρουραῖε

촌스러운 (이)야

ἀρουραίᾱ

촌스러운 (이)야

ἀρούραιον

촌스러운 (것)야

쌍수주/대/호 ἀρουραίω

촌스러운 (이)들이

ἀρουραίᾱ

촌스러운 (이)들이

ἀρουραίω

촌스러운 (것)들이

속/여 ἀρουραίοιν

촌스러운 (이)들의

ἀρουραίαιν

촌스러운 (이)들의

ἀρουραίοιν

촌스러운 (것)들의

복수주격 ἀρουραῖοι

촌스러운 (이)들이

ἀρουραῖαι

촌스러운 (이)들이

ἀρούραια

촌스러운 (것)들이

속격 ἀρουραίων

촌스러운 (이)들의

ἀρουραιῶν

촌스러운 (이)들의

ἀρουραίων

촌스러운 (것)들의

여격 ἀρουραίοις

촌스러운 (이)들에게

ἀρουραίαις

촌스러운 (이)들에게

ἀρουραίοις

촌스러운 (것)들에게

대격 ἀρουραίους

촌스러운 (이)들을

ἀρουραίᾱς

촌스러운 (이)들을

ἀρούραια

촌스러운 (것)들을

호격 ἀρουραῖοι

촌스러운 (이)들아

ἀρουραῖαι

촌스러운 (이)들아

ἀρούραια

촌스러운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • περὶ γὰρ τὴν Ἰταλίαν μυῶν πλῆθοσ ἀρουραίων ἐγγεννηθὲν τοῖσ πεδίοισ ἐξέβαλέ τινασ ἐκ τῆσ πατρίου χώρασ, κατὰ δὲ τὴν Μηδίαν ἐπιπολάσαντεσ ἀμύθητοι στρουθοὶ καὶ τὰ σπέρματα τῶν ἀνθρώπων ἀφανίζοντεσ ἠνάγκασαν εἰσ ἑτερογενεῖσ τόπουσ μεταστῆναι, τοὺσ δὲ καλουμένουσ Αὐταριάτασ βάτραχοι τὴν ἀρχέγονον σύστασιν ἐν τοῖσ νέφεσι λαμβάνοντεσ καὶ πίπτοντεσ ἀντὶ τῆσ συνήθουσ ψεκάδοσ ἐβιάσαντο τὰσ πατρίδασ καταλιπεῖν καὶ καταφυγεῖν εἰσ τοῦτον τὸν τόπον ἐν ᾧ νῦν καθίδρυνται. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 30 3:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 30 3:1)

  • πρὸσ μὲν οὖν τὸν τοσοῦτον ἴσωσ πόλεμον, ὃσ οὐκ ἀεὶ συμβαίνει, φορᾷ δέ τινι λοιμικῇ καθάπερ ὄφεων καὶ μυῶν τῶν ἀρουραίων, χρεία τῆσ τοσαύτησ ἐπικουρίασ, πρὸσ δὲ τὸ μέτριον ἐξεύρηνται πλείουσ θῆραι· (Strabo, Geography, book 3, chapter 2 12:15)

    (스트라본, 지리학, book 3, chapter 2 12:15)

  • νύκτωρ γὰρ πολὺ πλῆθοσ ἀρουραίων μυῶν ἐξανθῆσαν διαφαγεῖν ὅσα σκύτινα τῶν τε ὅπλων καὶ τῶν χρηστηρίων· (Strabo, Geography, Book 13, chapter 1 79:6)

    (스트라본, 지리학, Book 13, chapter 1 79:6)

유의어

  1. 촌스러운

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION