ἀριθμέω?
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration: arithmeō
Principal Part:
ἀριθμέω
Structure:
ἀριθμέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: ἀριθμός
Sense
- to number, count or reckon up, they got, counted
- to count out, to pay
- to reckon, count as, to be reckoned, to be counted
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ Ἰωὰβ ὁ τοῦ Σαρουΐα ἤρξατο ἀριθμεῖν ἐν τῷ λαῷ καὶ οὐ συνετέλεσε, καὶ ἐγένετο ἐν τούτοις ὀργὴ ἐπὶ Ἰσραήλ, καὶ οὐ κατεχωρίσθη ὁ ἀριθμὸς ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῦ βασιλέως Δαυίδ. (Septuagint, Liber I Paralipomenon 27:24)
- καὶ ὁ πατήρ μου ἀριθμεῖ τὰς ἡμέρας, καὶ ἐὰν χρονίσω μέγα, ὀδυνηθήσεται λίαν. (Septuagint, Liber Thobis 9:4)
- τοῖς γὰρ προπεπραγμένοις ἀεί τι μεῖζον προστιθὲν ἄρδην με τῆς οἰκείας ἀποθλίψει χώρας, ὡς ὀλίγου δεῖν ἡσυχίαν ἀγαγόντα μηδὲ ἐν γράμμασιν ἀριθμεῖσθαι, ἐν ἴσῳ δὲ κεῖσθαι τοῦ ψόφου. (Lucian, Judicium vocalium, (no name) 2:3)
- ἐὰν ταῦτα ποιῇς, πρὸς ὀλίγον τὸν ἐπὶ τῇ ἀπαιδευσίᾳ ἔλεγχον ὑπομείνας καὶ μὴ αἰδεσθεὶς μεταμανθάνων, θαρρῶν ὁμιλήσεις τοῖς πλήθεσι καὶ οὐ καταγελασθήσῃ ὥσπερ νῦν οὐδὲ διὰ στόματος ἐπὶ τῷ χείρονι τοῖς ἀρίστοις ἔσῃ, Ἕλληνα καὶ Ἀττικὸν ἀποκαλούντων σε τὸν μηδὲ βαρβάρων ἐν τοῖς σαφεστάτοις ἀριθμεῖσθαι ἄξιον. (Lucian, Lexiphanes, (no name) 23:1)
- καὶ δεῖ τῶν ψυχικῶν πρῶτον καὶ μέγιστον ἀριθμεῖν τὴν ἄγνοιαν, δι ἧς ἀνήκεστος ἡ κακία τοῖς πολλοῖς συνοικεῖ καὶ συγκαταβιοῖ καὶ συναποθνῄσκει. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 2 2:3)
- χὠ λύχνος ἔσχισται διδύμην φλόγα, καὶ δὶς ἀριθμέω, πολλάκι πειράζων, τοὺς ἀνακεκλιμένους. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 1992)
Synonyms
-
to number
- ποσόω (to reckon up, count)
-
to count out
-
to reckon
Derived
- ἀπαριθμέω (to count over, reckon up, to reckon or pay back)
- διαριθμέω (to reckon up one by one, enumerate, to draw distinctions)
- ἐναριθμέω (to reckon in or among: to reckon, account, to make account of)
- ἐξαριθμέω (to count throughout, number, to count out)
- καταριθμέω (to count or reckon among, to recount in detail, to recount)
- προσκαταριθμέω (to count besides)
- συναριθμέω (to reckon in, to take into the account, enumerate)