Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐναριθμέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐναριθμέω ἐναριθμήσω

Structure: ἐν (Prefix) + ἀριθμέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to reckon in or among: to reckon, account, to make account of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐναριθμῶ ἐναριθμεῖς ἐναριθμεῖ
Dual ἐναριθμεῖτον ἐναριθμεῖτον
Plural ἐναριθμοῦμεν ἐναριθμεῖτε ἐναριθμοῦσιν*
SubjunctiveSingular ἐναριθμῶ ἐναριθμῇς ἐναριθμῇ
Dual ἐναριθμῆτον ἐναριθμῆτον
Plural ἐναριθμῶμεν ἐναριθμῆτε ἐναριθμῶσιν*
OptativeSingular ἐναριθμοῖμι ἐναριθμοῖς ἐναριθμοῖ
Dual ἐναριθμοῖτον ἐναριθμοίτην
Plural ἐναριθμοῖμεν ἐναριθμοῖτε ἐναριθμοῖεν
ImperativeSingular ἐναρίθμει ἐναριθμείτω
Dual ἐναριθμεῖτον ἐναριθμείτων
Plural ἐναριθμεῖτε ἐναριθμούντων, ἐναριθμείτωσαν
Infinitive ἐναριθμεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐναριθμων ἐναριθμουντος ἐναριθμουσα ἐναριθμουσης ἐναριθμουν ἐναριθμουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐναριθμοῦμαι ἐναριθμεῖ, ἐναριθμῇ ἐναριθμεῖται
Dual ἐναριθμεῖσθον ἐναριθμεῖσθον
Plural ἐναριθμούμεθα ἐναριθμεῖσθε ἐναριθμοῦνται
SubjunctiveSingular ἐναριθμῶμαι ἐναριθμῇ ἐναριθμῆται
Dual ἐναριθμῆσθον ἐναριθμῆσθον
Plural ἐναριθμώμεθα ἐναριθμῆσθε ἐναριθμῶνται
OptativeSingular ἐναριθμοίμην ἐναριθμοῖο ἐναριθμοῖτο
Dual ἐναριθμοῖσθον ἐναριθμοίσθην
Plural ἐναριθμοίμεθα ἐναριθμοῖσθε ἐναριθμοῖντο
ImperativeSingular ἐναριθμοῦ ἐναριθμείσθω
Dual ἐναριθμεῖσθον ἐναριθμείσθων
Plural ἐναριθμεῖσθε ἐναριθμείσθων, ἐναριθμείσθωσαν
Infinitive ἐναριθμεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐναριθμουμενος ἐναριθμουμενου ἐναριθμουμενη ἐναριθμουμενης ἐναριθμουμενον ἐναριθμουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τοὺσ μὲν γὰρ κἂν πεπειρᾶσθαί ποτε ἀνδρείασ, τοῦτον δὲ ἐξ ἀρχῆσ εὐθὺσ ἀποκεκόφθαι καὶ ἀμφίβολόν τι ζῷον εἶναι κατὰ ταὐτὰ ταῖσ κορώναισ, αἳ μήτε περιστεραῖσ μήτε κόραξιν ἐναριθμοῖντο ἄν, τοῦ δ’ οὐ σωματικὴν λέγοντοσ εἶναι τὴν κρίσιν, ἀλλὰ τῆσ ^ ψυχῆσ καὶ τῆσ γνώμησ ἐξέτασιν δεῖν γίγνεσθαι καὶ τῆσ τῶν δογμάτων ἐπιστήμησ. (Lucian, Eunuchus, (no name) 8:3)
  • εἰ τοὐμὸν ἔχθοσ ἐναριθμῇ κῆδόσ τ’ ἐμόν, μὴ τῷδ’ ἀμύνειν φόνον ἐναντίον θεοῖσ· (Euripides, episode, iambic 15:2)
  • ἰὼ γενεαὶ βροτῶν, ὡσ ὑμᾶσ ἴσα καὶ τὸ μηδὲν ζώσασ ἐναριθμῶ. (Sophocles, Oedipus Tyrannus, choral, strophe 11)

Synonyms

  1. to reckon in or among

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION