- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀόργητος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: aorgētos 고전 발음: [아오게:또] 신약 발음: [아오게또]

기본형: ἀόργητος ἀόργητη ἀόργητον

형태분석: ἀοργητ (어간) + ος (어미)

어원: ὀργή

  1. incapable of anger

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀόργητος

(이)가

ἀόργήτη

(이)가

ἀόργητον

(것)가

속격 ἀοργήτου

(이)의

ἀόργήτης

(이)의

ἀοργήτου

(것)의

여격 ἀοργήτῳ

(이)에게

ἀόργήτῃ

(이)에게

ἀοργήτῳ

(것)에게

대격 ἀόργητον

(이)를

ἀόργήτην

(이)를

ἀόργητον

(것)를

호격 ἀόργητε

(이)야

ἀόργήτη

(이)야

ἀόργητον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀοργήτω

(이)들이

ἀόργήτα

(이)들이

ἀοργήτω

(것)들이

속/여 ἀοργήτοιν

(이)들의

ἀόργήταιν

(이)들의

ἀοργήτοιν

(것)들의

복수주격 ἀόργητοι

(이)들이

ἀόργηται

(이)들이

ἀόργητα

(것)들이

속격 ἀοργήτων

(이)들의

ἀόργητῶν

(이)들의

ἀοργήτων

(것)들의

여격 ἀοργήτοις

(이)들에게

ἀόργήταις

(이)들에게

ἀοργήτοις

(것)들에게

대격 ἀοργήτους

(이)들을

ἀόργήτας

(이)들을

ἀόργητα

(것)들을

호격 ἀόργητοι

(이)들아

ἀόργηται

(이)들아

ἀόργητα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀοργήτως, ἔφη, καὶ ὀλίγα μὲν λαλῶν, πολλὰ δὲ ἀκούων. (Lucian, (no name) 51:2)

    (루키아노스, (no name) 51:2)

  • τὸ μὲν γὰρ βιβλίον χρημάτων φησὶ δεῖν καταφρονεῖν καὶ δόξης καὶ μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν οἰέσθαι καὶ ἀόργητον εἶναι καὶ τῶν λαμπρῶν τούτων ὑπερορᾶν καὶ ἐξ ἰσοτιμίας αὐτοῖς διαλέγεσθαι, καλά,^ ὦ θεοί, καὶ σοφὰ καὶ θαυμάσια λέγον ^ ὡς ἀληθῶς. (Lucian, Piscator, (no name) 34:2)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 34:2)

  • ἡμέρας πρῶτον ὀλίγας ἀοργήτους ἔγνων οἱο῀ν ἀμεθύστους καὶ ἀοίνους διαγαγεῖν ὥσπερ νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύων: (Plutarch, De cohibenda ira, section 16 20:2)

    (플루타르코스, De cohibenda ira, section 16 20:2)

  • ἡμέρας πρῶτον ὀλίγας ἀοργήτους οἱο῀ν ἀμεθύστους καὶ ἀοίνους διαγαγεῖν ὥσπερ νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύοντα: (Plutarch, De cohibenda ira, section 16 7:2)

    (플루타르코스, De cohibenda ira, section 16 7:2)

  • τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ. (Plutarch, De liberis educandis, section 14 8:1)

    (플루타르코스, De liberis educandis, section 14 8:1)

  • τῶν δ ἄκρων ὁ μὲν ὑπερβάλλων ὀργίλος ἔστω, ἡ δὲ κακία ὀργιλότης, ὁ δ ἐλλείπων ἀόργητός τις, ἡ δ ἔλλειψις ἀοργησία. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 2 84:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 2 84:1)

유의어

  1. incapable of anger

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION