Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνίκητος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀνίκητος ἀνίκητος ἀνίκητον

Structure: ἀ (Prefix) + νικητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: nika/w

Sense

  1. unconquered, unconquerable, invincible

Examples

  • τοῦτο δὲ ἦν ἐνέργεια τῆσ τοῦ βοηθοῦντοσ τοῖσ Ἰουδαίοισ ἐξ οὐρανοῦ προνοίασ ἀνικήτου. (Septuagint, Liber Maccabees III 4:21)
  • ἦ σ1’ ἀνακινεῖ στέρνοισ ἐνναίων σκηπτὸσ πόθοσ ὄμμασι θραυσθεὶσ παιδὸσ ἀνικήτου, τὸν ἐγὼ τιθασόν σοι ὑπέστην ποιῆσαι; (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 61 4:3)
  • αἱ πολλὰ βρονταὶ διατελεῖσ τὰ πολλά τε στράψαντα χειρὸσ τῆσ ἀνικήτου βέλη. (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode11)
  • ἀλλ’ Ἡρακλῆοσ γὰρ ἀνικήτου γένοσ ἔστε, θαρσεῖτ’· (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 143)
  • ἐπειδὴ δὲ ἀναβάλοιτο τὸ ἀποφῆναι ἡ βουλή, οὔπω φάσκουσα εὑρηκέναι, τότ’ ἐν τῷ δήμῳ συγχωρῶν Ἀλεξάνδρῳ καὶ τοῦ Διὸσ καὶ τοῦ Ποσειδῶνοσ εἶ[ναι εἰ βούλ]οιτο, [κα]ὶ ἀφι[κομένου] οστουσἐβούλετ[ο] στῆσαι εἰκό[να Ἀλεξάν]δρου βασιλ[έωσ τοῦ ἀνι]κήτου θε[οῦ]και[ἀγ]γελίαν[Ὀλυμ]πίασ. (Hyperides, Speeches, 7:7)

Synonyms

  1. unconquered

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION