헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνεμπόδιστος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνεμπόδιστος ἀνεμπόδιστη ἀνεμπόδιστον

형태분석: ἀ (접두사) + νεμποδιστ (어간) + ος (어미)

어원: e)mpodi/zw

  1. unembarrassed

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀνεμπόδιστος

(이)가

ἀνεμπόδίστη

(이)가

ἀνεμπόδιστον

(것)가

속격 ἀνεμποδίστου

(이)의

ἀνεμπόδίστης

(이)의

ἀνεμποδίστου

(것)의

여격 ἀνεμποδίστῳ

(이)에게

ἀνεμπόδίστῃ

(이)에게

ἀνεμποδίστῳ

(것)에게

대격 ἀνεμπόδιστον

(이)를

ἀνεμπόδίστην

(이)를

ἀνεμπόδιστον

(것)를

호격 ἀνεμπόδιστε

(이)야

ἀνεμπόδίστη

(이)야

ἀνεμπόδιστον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀνεμποδίστω

(이)들이

ἀνεμπόδίστᾱ

(이)들이

ἀνεμποδίστω

(것)들이

속/여 ἀνεμποδίστοιν

(이)들의

ἀνεμπόδίσταιν

(이)들의

ἀνεμποδίστοιν

(것)들의

복수주격 ἀνεμπόδιστοι

(이)들이

ἀνεμπό́δισται

(이)들이

ἀνεμπόδιστα

(것)들이

속격 ἀνεμποδίστων

(이)들의

ἀνεμπόδιστῶν

(이)들의

ἀνεμποδίστων

(것)들의

여격 ἀνεμποδίστοις

(이)들에게

ἀνεμπόδίσταις

(이)들에게

ἀνεμποδίστοις

(것)들에게

대격 ἀνεμποδίστους

(이)들을

ἀνεμπόδίστᾱς

(이)들을

ἀνεμπόδιστα

(것)들을

호격 ἀνεμπόδιστοι

(이)들아

ἀνεμπό́δισται

(이)들아

ἀνεμπόδιστα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION