헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνασείω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνασείω

형태분석: ἀνα (접두사) + σεί (어간) + ω (인칭어미)

  1. 흥분시키다, 일으키다
  1. to shake back, swing to and fro, move up and down
  2. to stir up

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνασείω

ἀνασείεις

ἀνασείει

쌍수 ἀνασείετον

ἀνασείετον

복수 ἀνασείομεν

ἀνασείετε

ἀνασείουσιν*

접속법단수 ἀνασείω

ἀνασείῃς

ἀνασείῃ

쌍수 ἀνασείητον

ἀνασείητον

복수 ἀνασείωμεν

ἀνασείητε

ἀνασείωσιν*

기원법단수 ἀνασείοιμι

ἀνασείοις

ἀνασείοι

쌍수 ἀνασείοιτον

ἀνασειοίτην

복수 ἀνασείοιμεν

ἀνασείοιτε

ἀνασείοιεν

명령법단수 ἀνασείε

ἀνασειέτω

쌍수 ἀνασείετον

ἀνασειέτων

복수 ἀνασείετε

ἀνασειόντων, ἀνασειέτωσαν

부정사 ἀνασείειν

분사 남성여성중성
ἀνασειων

ἀνασειοντος

ἀνασειουσα

ἀνασειουσης

ἀνασειον

ἀνασειοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνασείομαι

ἀνασείει, ἀνασείῃ

ἀνασείεται

쌍수 ἀνασείεσθον

ἀνασείεσθον

복수 ἀνασειόμεθα

ἀνασείεσθε

ἀνασείονται

접속법단수 ἀνασείωμαι

ἀνασείῃ

ἀνασείηται

쌍수 ἀνασείησθον

ἀνασείησθον

복수 ἀνασειώμεθα

ἀνασείησθε

ἀνασείωνται

기원법단수 ἀνασειοίμην

ἀνασείοιο

ἀνασείοιτο

쌍수 ἀνασείοισθον

ἀνασειοίσθην

복수 ἀνασειοίμεθα

ἀνασείοισθε

ἀνασείοιντο

명령법단수 ἀνασείου

ἀνασειέσθω

쌍수 ἀνασείεσθον

ἀνασειέσθων

복수 ἀνασείεσθε

ἀνασειέσθων, ἀνασειέσθωσαν

부정사 ἀνασείεσθαι

분사 남성여성중성
ἀνασειομενος

ἀνασειομενου

ἀνασειομενη

ἀνασειομενης

ἀνασειομενον

ἀνασειομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to shake back

  2. 흥분시키다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION